Πριν κάμποσα χρόνια, όταν ο Ούγκο Τσάβες βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του και πριν ακόμα υποψιαστεί ότι θα άφηνε ορφανό το λαό του χτυπημένος απ' τον καρκίνο, είχα την άτυχη έμπνευση να αφεθώ σε μια νοητική απεικόνιση του ως τον Γιώργο Καρατζαφέρη της Λατινικής Αμερικής.
Το καταλαβαίνω. Τεράστιο λάθος. Καταστροφικό ως προς την προσωπική μου αντίληψη των αναγκών ενός περήφανου λαού, πλούσιου σε φυσική και πολιτιστική κληρονομιά μα εξαθλιωμένου απ' τη συντριπτική επιβολή επάνω του της άρχουσας τάξης. Μα όπως κάθε νοητική απεικόνιση που ξεπετάγεται απότομα από τα κατάβαθα του ασυνείδητου και που καρφώνεται στη πρόσκαιρη μνήμη σαν ενοχλητική μελωδία έμεινε εκεί, στο νοητικό μου προσκήνιο σαν πικρή εμμονή, σαν γκρίζα επανάληψη, ένα οπτικό αποτύπωμα που αν δεν ήταν τόσο αισθητικά αποτρεπτικό θα μπορούσε απλά να ήταν αυτό που λέμε η κακιά στιγμή. Και που δεν έφευγε με τίποτα.
Τι και αν ο λαός από την απόλυτη φτώχεια ανέβηκε στη μερική φτώχεια. Τι και αν ο λαός από τα να πεθαίνει στα παραπήγματα απέκτησε μια στοιχειώδη δημόσια υγεία. Τι και αν η αμορφωσιά κατάφερε να γίνει μια στοιχειώδης παιδεία. Και οι από τα κάτω να βρουν μια φωνή. Και οι από τα πάνω να αμπαρωθούν πανικοβλημένοι μεταξύ των τειχών των πολυτελών τους σπιτιών. Ήταν ο Τσάβες που ήταν Καρατζαφέρης. Μια καταραμένη σφηνωμένη διαιωνιζόμενη άδικη νοητική εικόνα, παντελώς ασήμαντη στο κοσμικό επίπεδο, σαν μικρή τρίχα από τους αδένες του, αλλά τόσο ισχυρή στο φτωχικό μου μυαλό. Ο Ούγκο Τσάβες ως ο Γιώργος ο Καρατζαφέρης της Λατινικής Αμερικής.
Είχα γνωρίσει ένα Βενεζολάνο το καλοκαίρι του 09. Είχαμε ξεμείνει και οι δύο σε μια χαώδη εστία στο μίζερο εκείνο βροχερό λονδρέζικο καλοκαίρι και συζητάγαμε για ώρες. Αυτός δικηγόρος, γόνος βενεζολάνικης ελίτ, με ένοπλη συνοδεία στις μετακινήσεις του στο Καράκας, μου συστήθηκε ως αυτοεξόριστος που αναγκάζεται να δουλέψει εδώ, στο καλύτερο δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου μέχρις να τελειώσει το διδακτορικό του στο LSE. Ο πατέρας του είχε τα αυτονόητα δικαιώματά του ως ελίτ μεγαλοαστός και η μάνα για χρόνια περιορισμένη στην έπαυλη. Οι υπάλληλοι του πατέρα, κάθε εβδομάδα, του έστελναν επιστολές με καλά κρυμμένες επιταγές λόγω του περιορισμού του χρηματικού ποσού που μπορούσε να μεταφέρει νομίμως έξω από τη χώρα. Είχε αλλάξει υπερβολικά η ζωή του με το που μπαστακώθηκε το κάθαρμα ο Τσάβες. Τι καλά να μπορούσε να εξαφανιζόταν και να ήταν όλα όπως πριν!
Το μίζερο, βροχερό λονδρέζικο καλοκαίρι του 09, και εκείνες οι λίγες στιγμές με τον μεγαλοαστό αυτοεξόριστο Βενεζολάνο δικηγόρο που ο Τσάβες έπαυε να είναι Γιώργος Καρατζαφέρης.
Αυτός ο Τσάβες είναι τώρα νεκρός. Από το τρυφερό σώμα αυτού του λαού έφυγε πια εκείνη η σκιά που το έκρυβε από τα αρπακτικά. Και εκείνα ξανά θα ακονίσουν τους κυνόδοντες για να ορμήξουν στους απροστάτευτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
έχεις κάτι να προσθέσεις;