9.10.14

στην σκιά του Τσε

Με αφορμή την επέτειο της εκτέλεσης του Τσε Γκεβάρα, φέρνω στο νου μου τις δύο περιστάσεις που βρέθηκα με ένα συμβολικά τρόπο, από φυσικής άποψης "κοντά" σε αυτόν. Η πρώτη, δια μέσω μιας εκκωφαντικής απουσίας. Η δεύτερη μέσω μιας συγκινητικής παρουσίας.


Η Απουσία.

Μερικά χρόνια πριν, το 2005, με δύο αγαπημένους μου compañeros ταξιδέψαμε στην Αργεντινή. Έχοντας ήδη περάσει μερικές εβδομάδες στο Μπουένος Άιρες, αντιμετωπίζαμε με έκπληξη το γεγονός ότι το έθνος της καταγωγής του Τσε δήλωνε όσο το δυνατόν λιγότερο την σχέση του με εκείνον. Οι αναφορές ήταν ελάχιστες, οι διάσημες προσωπογραφίες του δεν βρίσκονταν πουθενά. Τουλάχιστο δημόσια. Ακόμα και στις πιο φτωχικές συνοικίες που διασχίσαμε, ακόμα και στα περιχώρα του La Bombonera που είχαμε την ευτυχία να περιπλανηθούμε, το πρόσωπο του Τσε, το σύμβολο της επανάστασης και της νεανικότητας, ο εκφραστής των καταπιεσμένων και των χωρίς φωνή, απουσίαζε από τους δρόμους και από τους τοίχους σχεδόν εκκωφαντικά. Ακόμα και στα πιο τουριστικά μέρη της πρωτεύουσας ούτε μια αφίσα προς πώληση, ελάχιστα τ-σερτ, ακόμα λιγότερα μαγνητάκια του ψυγείου. Ακόμα και σε μια αντιαμερικανική διαδήλωση που πήραμε μέρος με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, πασχίσαμε μέχρι να βρούμε κάτι που να αναγνωρίζει στο ασυνείδητο των συμπατριωτών του την συμμετοχή του και τη θυσία του στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Ακόμα και το μουσείο του Τσε στο Μπουένος Άιρες δεν είναι παρά ένα κατάστημα με αναμνηστικά είδη.

Δεν γνωρίζαμε πώς να ερμηνεύσουμε την απουσία του Τσε στην χώρα της καταγωγής του, ειδικά μάλιστα εκείνα τα πρώτα χρόνια της χρεωκοπίας της. Ήταν μήπως η αστική αλαζονεία της κυρίαρχης τάξης μιας πόλης με απίθανο αίσθημα μεγαλείου όπως το Μπουένος Άιρες; Η ασυναίσθητη ντροπή λόγω ακριβώς της κυριαρχίας αυτής της τάξης; Η μικρή παράδοση σε σύγχρονα επαναστατικά κινήματα της χώρας; Η σχετική ευμάρεια της προ της χρεωκοπίας κοινωνίας; Η σκέψη μου επιστρέφει στον Τσε ως σύμβολο, για να διαπιστώσω ότι οι Αργεντίνοι είναι λαός που ειδικεύεται στην εξαγωγή συμβόλων. Κάρλος Γκαρδέλ, Τσε, Εβίτα Περόν και υπεράνω όλων Ντιέγκο Μαραντόνα. Γιατί ήταν η μορφή του Ντιέγκο που κυριαρχούσε στους τοίχους των φτωχικών συνοικιών, το νούμερο 10 της φανέλας σε μια υπέροχη ανασύνθεση του Dios (=Θεός) (D10S) στα καφενεία, τα εστιατόρια, στις βιτρίνες, στα σημαιάκια των τουριστικών καταστημάτων, στις αφίσες, τα τ-σερτ, τα μαγνητάκια. Ο Ντιέγκο που ξεπήδησε από την εξαθλιωμένη κατώτερη τάξη της παραγκούπολης της Μπόκα, ο Ντιέγκο της αποθέωσης και της αυτοκαταστροφής, της αντίδρασης, της επανάστασης, της νίκης και της ήττας, της πτήσης και της πτώσης, της ταυτόχρονης θεϊκής και απόλυτα ανθρώπινης διάστασης. Υπήρχε ο Ντιέγκο για την συμβολοποίηση όλων όσων ο Τσε θα μπορούσε να εκφράσει.

Εξερευνώντας το εσωτερικό της Αργεντινής, κάποια στιγμή βρεθήκαμε στο Rosario. Η πόλη αυτή, που είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Αργεντινής, φημίζεται κυρίως για τα εξής: 1) Είναι το λίκνο της αργεντίνικης σημαίας και του αργεντίνικου πατριωτισμού 2) βρίσκεται στα παράλια ενός γιγάντιου ποταμού, του Paraná, 3) αποτελεί την έδρα της Newell's Old Boys η οποία ήταν η πρώτη ομάδα του Ντιέγκο Μαραντόνα, και 4) στην πόλη αυτή γεννήθηκε ο Λιονέλ Μέσι. Έχει μεγάλη σημασία αυτή η παράθεση των στοιχείων της πόλης, και ο λόγος είναι ότι λείπει από την αφήγηση κάτι πολύ σπουδαίο:
Το Ροσάριο είναι η πόλη που γεννήθηκε ο Τσε Γκεβάρα.
Περιμέναμε, τουλάχιστο εκεί, ο Τσε να ήταν παρών. Η πόλη του μας διέψευσε. Στους οδηγούς, το σπίτι που γεννήθηκε ο Τσε αναφερόταν σε ένα υποσέλιδο. Στα φυλλάδια της πόλης πουθενά. Μα ήμαστε αποφασισμένοι να φτάσουμε εκεί. Να δώσουμε στο μύθο μια διάσταση όσο μπορούσαμε χειροπιαστή. Θυμάμαι σαν τώρα την ημέρα, και την διαδρομή προς το σπίτι εκείνο. Το θερμόμετρο είχε ξεπεράσει τους 40 βαθμούς και ο ποταμός είχε εκτοξεύσει την υγρασία σε επίπεδα ασθματικής κρίσης. Ιδρώναμε, διψάγαμε και αδυνατούσαμε να αναπνεύσουμε. Ανεβήκαμε μια μεγάλη ανηφόρα και βρεθήκαμε σε ένα ακόμα από τα μεγάλα σταυροδρόμια της πόλης. Urquiza y Entre Rios, η διεύθυνση. Ούτε μια πινακίδα. Ούτε ένα σημείωμα. Σταθήκαμε απέναντι ακριβώς και καθίσαμε στο πεζοδρόμιο. Ήταν ένα από όλα τα σπίτια. Σε έναν απ' τους ορόφους του, μια γυναίκα είχε γείρει αναπαυτικά στο περβάζι του παραθύρου της. Ήμαστε εξαντλημένοι αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που παραμείναμε αμίλητοι για ώρα. Φύγαμε χωρίς καν να τραβήξουμε κάποιο στιγμιότυπο, μια φωτογραφία. Δεν συζητήσαμε τι είχε περάσει από το μυαλό μας εκείνες τις στιγμές της σιωπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο τρίτος compañero μου έδειξε μια φώτο αυτής της περισυλλογής. Τότε κατάλαβα πόσο είχα βρεθεί για λίγο στην σκιά του.



Η Παρουσία.

Εννέα χρόνια αργότερα, οι δυο compañeros έδωσαν την θέση τους στην αγαπημένη συντρόφισσα. Και η χώρα της γέννησης και της (σχεδόν) ανυποληψίας, έγινε η χώρα της ταφής και της λατρείας. Κούβα. Εκεί η παρουσία του Τσε είναι ολοκληρωτική. Στους τοίχους, στις βιτρίνες, στα δημόσια κτίρια, στα ετοιμόρροπα σπίτια. 



Προσπαθώ ξανά να καταλάβω την ουσία της. Προφανώς είναι η δεύτερη μεγαλύτερη μορφή της επανάστασης. Την καθόρισε πλήρως. Και μετά το πρόσωπό του αποκόπηκε από αυτή, αυτονομήθηκε, εξατομικεύτηκε, επανακαθορίστηκε από καθέναν που το υιοθέτησε, ίσως κανένα άλλο πρόσωπο στην ιστορία δεν έγινε το σύμβολο τόσων διαφορετικών τάσεων της κυρίαρχης κουλτούρας. Ή τουλάχιστο, με τέτοια πεποίθηση για εκείνον προσγειωνόμουν στην Αβάνα. Μα η αγωνία μου για την επικυριαρχία της ποπ διάστασης του Τσε ακόμα και στο τόπο λατρείας του ευτυχώς διαψεύστηκε αμέσως. 




Ο Τσε παραμένει πολιτικό πρόσωπο στην Κούβα. Το πρόσωπο του Τσε είναι παντού για να παρατείνει την πολιτική διάσταση αυτού που ζει η Κούβα τα τελευταία 55 χρόνια. Και οι αρχές προσπαθούν σκληρά να διατηρήσουν και το επαναστατικό του προσωπείο. Ρήσεις του για τον ιμπεριαλισμό, σκέψεις του για την επανάσταση, την παιδεία, τον σοσιαλισμό, είναι γραμμένες παντού, από την γιγαντιαία μορφή του στη Plaza de la revolucion και τα μεγάλα πόστερ στο κέντρο της Αβάνας ως στις πινακίδες στις εθνικές οδούς, στις γέφυρες, στις καλύβες των χωριών, ακόμα και στους λόφους, στις πέτρες της υπαίθρου.  



Μα περπατώντας εκείνη την Αβάνα που δεν ανακαινίστηκε απ' την UNESCO, ερχόμενος σε επαφή με τα ετοιμόρροπα κατοικημένα σπίτια, τα άδεια καταστήματα, τις ουρές σε όσα ακόμα έχουν προϊόντα, τα μισοάδεια ράφια των κοινωνικών παντοπωλείων, τα γεροντάκια που πουλάνε την έκδοση της Granma της προηγούμενης μέρας στους τουρίστες, τους νεαρούς που προσπαθούν να σε παραπλανήσουν για την αγορά λαθραίων πούρων, και τις νεαρές που περιμένουν τη στιγμή που η συντρόφισσα θα με αφήσει για λίγο μόνο, κάτι μέσα μου μου λέει πως η πανταχού παρουσία του Τσε υπάρχει μόνο και μόνο για αυτήν την απαραίτητη ενθάρρυνση. Την αναγκαιότητα της πίστης. Της επιμονής. "Κρατήστε λίγο ακόμα" σαν να τους λέει η μορφή του ή ακόμα και "κάντε κουράγιο, θα περάσει". Έδινε σε εμένα δύναμη η μορφή του για να αντέξω τη ζωή που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου και ήλπιζα ότι ίσως να έκανε το ίδιο και για εκείνους που την ζούσαν.




Υπάρχει όμως και αυτό. Το συναίσθημα. Η παράδοση. Η κουλτούρα. Οι κουβανοί τρέφονται με αυτό. Ορίζουν την ζωή τους και μέσα από αυτό. Έχουν φτιάξει μια κοινωνία που δεν περιστρέφεται γύρω από την κατανάλωση, το κυνήγι του χρήματος. Που είναι τόσο ξένη απ΄τη δική μας. Με ποιο κριτήριο να επεξεργαστώ εκείνο που οι στίχοι τους κάνει να αισθάνονται; 



Έξω απ' την Αβάνα, ο Τσε ανακτά τις πολιτικές του διαστάσεις. Και τις μεταφυσικές του επαναστατικές. Πηγαίνουμε στην Σάντα Κλάρα, μια απλή κουβανέζικη πόλη, μακριά από τουρίστες και αντιπροσώπους της UNESCO. Εκεί μπορεί να δει κανείς την καθημερινότητα. Και μέσα σε αυτή, την παρουσία του Τσε, μιας και η ιστορία της πόλης σημαδεύτηκε από εκείνον. Το μαυσωλείο που χτίστηκε προς τιμήν του το 1997 για να φυλάξει τα λείψανά του έχει μεγαλειώδεις διαστάσεις για προφανείς λόγους. Το υπερφυσικό άγαλμα του Τσε κοιτάζει προς την οροσειρά Escambray, από όπου οι αντάρτες του εξαπέλυσαν την τελική επίθεση για την κατάληψη της Σάντα Κλάρα. Ένα επίπεδο πιο χαμηλά, ένα μικρό μουσείο, στο οποίο εκτίθενται προσωπικά αντικείμενα του Τσε από την περίοδο του ένοπλου αγώνα στα βουνά. Εκτός των άλλων υπάρχει ο πομπός του Radio Rebelbe, του επαναστατικού ραδιοφωνικού σταθμού που εξέπεμπε από την Σιέρα Μαέστρα. Ακριβώς απέναντι υπάρχει το σημείο της ταφής. Ένα επιβλητικό υπόγειο, με χαμηλό τεχνητό φωτισμό, και μια φλόγα που καίει. Ένας μακρύς ξύλινος τοίχος με ανάγλυφες χαραγμένες τις μορφές των συντρόφων του που εκτελέστηκαν μαζί του στην Βολιβία, και με μια σαφή διακριτικότητα, η μορφή εκείνου, λίγο πιο μεγάλη και λίγο πιο εξέχουσα. Η σιωπή είναι σχεδόν απόλυτη, εκτός ίσως από τις σπίθες της φλόγας. Στην είσοδο, μιας γυναίκα στρατιωτικός φυλάει το μέρος. Την κοιτώ και ανταλλάσσουμε το κρυφό χαμόγελο μιας κάποιας συνεννόησης. Λίγο πιο πριν μου είχε απαγορέψει να μπω στο μνημείο αν δεν έβγαζα το καπέλο μου. 







Λίγους μήνες μετά την δεύτερη επαφή μου με τα φυσικά ίχνη της μορφής του, ακόμα πασχίζω να λύσω την εσωτερική σύγκρουση που μου προκάλεσε. Η παρουσία του Τσε, στην ένταση που συμβαίνει στην Κούβα, είναι καθηλωτική. Αφού ο Τσε εξακολουθεί να παραμένει κάτι περισσότερο από ποπ σύμβολο της κυρίαρχης κουλτούρας, η αγαπημένη παρουσία του (που λέει και το τραγούδι) με εμπόδισε από το να σκεφτώ, να βγάλω το δικό μου συμπέρασμα για το τι είναι σήμερα η Κούβα. Λίγο περισσότερο συναισθηματισμός από όσο χρειάζεται και να που αδυνατώ να εξέλθω από το δέος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

έχεις κάτι να προσθέσεις;

οι πελάτες μας ψώνισαν και αυτό

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

διάβασε και αυτό

AddThis