Είχα να σε δω από όταν δουλεύαμε μαζί, και τη προσωπικότητά σου θα την ανακαλούσα με συμπάθεια υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες. Οφείλω να ομολογήσω ότι τα έχασα όταν σε είδα να ξεχωρίζεις από αυτή την αγέλη των νεοναζί.
Κοιτώντας με θλίψη τις φωτογραφίες όπου η κατάντια σου πρωτοστατεί, από τη μνήμη μου ανακλήθηκαν στιγμές που καθόσουν δίπλα μου στην μπάρα της δουλειάς, όταν χαλάρωνες για λίγο από την αγγαρεία των ποτηριών, και μιλούσες για τις δυσκολίες της ζωής σου: τα προβλήματα στο σπίτι, την αγωνία σου για τη δουλειά, την πληγή του να μην είχες επενδύσει στη μόρφωση, την ανεπιθύμητη (αυτό-) σύγκρισή σου με τους άλλους στην ηλικία σου, την ανασφάλειά σου με τις γυναίκες. Δυσκολευόσουν, θυμήθηκα, να δεις τα καλά· τη φιλοτιμία σου, την εργατικότητα και την ευγένεια του χαμηλού σου προφίλ. Και μακάρι να είχες επιμείνει λίγο περισσότερο σε εκείνες τις σκέψεις για τη θέση σου ως εργάτης μέσα στη κοινωνία, ίσως αν τις συνέχιζες αυτές να σε είχαν αποτρέψει από τη επιλογή του να έχεις ενταχθείς τώρα στη νεοναζιστική συμμορία. Η τελευταία φορά που σε είδα, πριν γίνεις σημαιοφόρος της χυδαιότητας, ήταν όταν ανακοίνωνες πως θα ακολουθούσες το δρόμο της ένστολης μισθοφορίας πενταετούς υποχρέωσης, σε αποστολές μάλιστα εκτός Ελλάδας, προκειμένου να λύσεις μια και καλή το πρόβλημα της επιβίωσης. Δεν έχω ιδέα τι μεσολάβησε τα τελευταία χρόνια αλλά ό,τι και να συνέβη δε στάθηκε ικανό να μη προσβληθείς και εσύ απ' τη πανούκλα.
Αγαπητέ Κ, το ξέρω, ο συναισθηματισμός αυτών των αναμνήσεών μου είναι φτηνός. Σε κάθε μου απόπειρα να κατανοήσω τους πολιτικούς και τους κοινωνικούς λόγους που σε οδήγησαν στον ναζισμό, τη μετατροπή σου από εργάτη σε λούμπεν υποκείμενο και από κει σε καθυστερημένο φασίστα, εσύ είμαι σίγουρος θα απαντούσες με την ύστερη εθνικιστική υπεραναπλήρωση του νεοπαγούς χρυσάβγουλου (ένα αιματηρό cognitive dissonance βασισμένο στην σοσιοπάθεια και την αμορφωσιά, δηλαδή) και το ρόπαλο. Θα άξιζε κάθε μορφή κατανόησης να συντριβεί κάτω από τη μπότα των καθυστερημένων συντρόφων σου και οπωσδήποτε δε θα δίσταζες καθόλου να το έκανες αν σε διέταζαν. Η ζωή σου ήταν ένα μείγμα με τα πιο δύσκολα συστατικά, το αναγνωρίζω, εσύ όμως είχες τη κουτάλα να το ανακατέψεις. Και αποφάσισες πως το μείγμα αυτό, από θρεπτικό ζωμό εμπειρίας και ζωής, θα το ανακάτευες στο χυλώδες έμεσμα της υποταγής σου στο ναζισμό. Σε ευχαριστώ που μου το κάνεις ξεκάθαρο. Που μου απενοχοποιείς τη μεταλλαγή της συμπάθειας. Που ανοσοποιείς το μίσος μου απέναντι στο φασισμό καθώς το χέρι σου σηκώνει τη σβάστικα. Γιατί βλέπεις, ακόμα και σε στιγμές ακραίας περιθωριοποίησης, φτώχειας, εξαθλίωσης, υπάρχει πάντα μια τελευταία διαχωριστική γραμμή, η διάβαση της οποίας είναι μη αντιστρεπτή. Τους ανθρώπους που νιώθουν τον τρόμο της καθώς είναι στα πρόθυρα να τη διαβούν αλλά δεν το κάνουν, τους κατανοώ και θα απλώσω το χέρι μου να τους τραβήξω. Αλλά εσύ αυτή τη γραμμή τη διάβηκες. Και ακόμα και όταν πνιγείς στον ίδιο σου τον εμετό και θελήσεις να επιστρέψεις, θα είσαι καταδικασμένος στην μη επιστροφή του στρατοπέδου που διάλεξες, έστω και αν βρεις στην άλλη πλευρά κάποιο χέρι να σε κρατήσει.
Το ερώτημα του πώς θα μπορούσα να συμφιλιωθώ με άτομα σαν και εσένα σε μια μελλοντική κοινωνία, εκτός από βασανιστικό, τώρα είναι και προσωποποιημένο. Μου φέρνεις αηδία και για ένα λόγο παραπάνω.
με ειλικρινή απέχθεια
R
με ειλικρινή απέχθεια
R
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
έχεις κάτι να προσθέσεις;