24.10.15

Για τη μελαγχολία και την ατελείωτη θλίψη


24 Οκτωβρίου 1995, 20 χρόνια πριν, οι Smashing Pumpkins κυκλοφορούσαν το Mellon Collie and the Infinite Sadness. Ήμουν 17 τότε, στο όριο μεταξύ εφηβείας και ενηλικίωσης και έπαιρνα στα χέρια μου ένα άλμπουμ - ορισμό της ίδιας της έννοιας της μεθοριακότητας. Μεσολάβησαν δύο δεκαετίες από τότε και δύο ευτυχή συναυλιακά συναπαντήματα με τον Billie Corgan και το συγκρότημά του. Το πρώτο στην Αθήνα, το 1998, το δεύτερο σε walking distance από το σπίτι μου, στο Brixton Academy τον Νοέμβριο του 2011. Και τα δύο εκστατικά. Άκουσα ξανά αυτό το δίσκο αυτή την ημέρα, 24 Οκτωβρίου. Ολόκληρο (διπλό CD, τριπλό βινύλιο). Το έκανα στο spotify ακριβώς για να τονίσω πως τα χρόνια που πέρασαν από τότε άφησαν τον αντίκτυπό τους στο μέσο της επαφής μου με τη μουσική. Διάβασα ταυτόχρονα και τους στίχους από κάθε τραγούδι. Όλους. Έτσι, για να δω αν αυτό που μου προκαλεί το Mellon Collie τώρα έχει κάποια σχέση με όσα μου είχε προκαλέσει 20 χρόνια πριν.


Οι μουσικές γνώσεις μου εκείνη την εποχή καθορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά από τις φανατικές αναγνώσεις του ΠΟΠ+ΡΟΚ, του Fractal Press και του ανθηρού ελληνικού fanzinαριάτου των 90ς καθώς και από μερικά σποραδικά τεύχη του New Musical Express, όταν και όποτε κανένας γνωστός επέστρεφε από κάποιο ταξίδι στην Αγγλία. Στα μέρη μου Ροκ FM δεν υπήρχε και ο Γιάννης Πετρίδης για κάποιο λόγο δεν μου ασκούσε ιδιαίτερη έλξη παρότι τον άκουγα όσο μπορούσα. Η πληροφορία στο ίντερνετ βρισκόταν ακόμα στη προ-google εποχή της. Ακόμα και αν με ενδιέφερε, το να γνωρίζω λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του ανθρώπου που έγραψε αυτό το album που άκουγα συνεχώς και παθιασμένα για μήνες, δεν έκανε μεγάλη διαφορά. Και να είχα τις πληροφορίες δε θα ήξερα πώς να τις αξιοποιήσω τότε άλλωστε. Και αφηνόμουν έτσι ως έφηβος στα κιθαριστικά κρεσέντα και τις μελωδικές οπισθοχωρήσεις και στις φαντασιώσεις πίσω από τους στίχους, που άφηναν τόση εντύπωση όσο αναπτυγμένη ήταν τότε η αντιληπτική μου ικανότητα.


Τώρα όμως ξέρω: Ο εγκέφαλος των Smashing Pumpkins, Billie Corgan, είχε στο νου του να δημιουργήσει ένα concept album για τη Generation X, τόσο μεγάλο όσο το The Wall των Pink Floyd. Απευθυνόταν, είχε πει, στους νέους 14-24 ετών, με σκοπό να συνοψίσει όλα όσα είχε αισθανθεί ως έφηβος αλλά δεν μπορούσε να τα εκφράσει ως τέτοιος. Διαβάζοντας στην Wikipedia για την προσωπική ζωή του Billie Corgan, μαθαίνω ότι για πολλά χρόνια πάλευε με βαριά κατάθλιψη καθώς και με περιόδους σοβαρών ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών, επεισόδια αυτοτραυματισμών και αυτοκτονικό ιδεασμό. Μεθοριακή προσωπικότητα θα έλεγε κανείς σε μια πρώτη επιπόλαια σκέψη. Η ζωή του ως παιδί ήταν εξαιρετικά ταραγμένη. Οι βιολογικοί του γονείς χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός, και ο ίδιος μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του μετακόμισαν με τον πατέρα τους ο οποίος παντρεύτηκε μια αεροσυνοδό. Σύμφωνα με τον Corgan, από τη θετή του μητέρα υπέστη συνεχή συναισθηματική και σωματική κακοποίηση. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του τους άφησε και εκείνος χρειάστηκε να μεγαλώσει με αυτή τη θετή μητέρα. Επίσης επιφορτίστηκε με το να φροντίζει και τον μεγαλύτερο αδερφό του ο οποίος είχε σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες. Προφανώς μια καθόλου ιδανική παιδική ηλικία, με δύο διαφορετικές εγκαταλείψεις από τους βιολογικούς του γονείς, κακοποίηση από μια θετή μητέρα και ταυτόχρονα ανάγκη για φροντίδα του αδερφού του, ένα έργο με τεράστιο ψυχικό φόρτο που επιβάλει σχεδόν την πρόωρη ενηλικιοποίηση. Γερές βάσεις για μια μεθοριακή προσωπικότητα, σε μια δεύτερη σκέψη που συμπληρώνει την πρώτη. Δεν μπορώ να φανταστώ από πού μπορούσαν να προέρχονται τα ψυχικά αποθέματα για κάτι τέτοιο σε ένα παιδί με αυτό το υπόβαθρο.

Έχοντας λοιπόν αυτά στο νου, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, εν έτη 2015, η ανάγνωση των στίχων και η ακρόαση της μουσικής του Mellon Collie να τεθεί  ξεκάθαρα και μη αντιστρεπτά σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο.

Ιδού λοιπόν το Mellon Collie and the Infinite Sadness 20 χρόνια μετά, ξεκινώντας από μια χαρακτηριστική παρατήρηση: Ο δίσκος είναι χωρισμένος σε δύο μέρη: Dawn to Dusk το πρώτο, "από την αυγή στο σούρουπο", Twilight to Starlight το δεύτερο, "από το λυκόφως στο αστρόφως". Ο ακροατής το συνειδητοποιεί από την αρχή: Σε αυτόν τον δίσκο θα ακροβατήσει στο όριο, στο φως μεταξύ της μέρας και της νύχτας και στο όριο της νύχτας με τη μέρα. Στο όριο του ίδιου του δημιουργού του. 
Το πρώτο single ήταν το αριστουργηματικό Bulet with butterfly wings. Ο πρώτος στίχος αυτού του κομματιού, ενδεικτικός: The world is a vampire, sent to drain, secret destroyers hold you up to the flames... Πρόκειται για μια συγκλονιστική εισαγωγή στο τι πρόκειται ο ακροατής να ακούσει σε ολόκληρο το δίσκο. Θέτει από την αρχή και με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του κόσμου, όπως τον βλέπει ο Corgan: ένα επικίνδυνο μέρος για να ζήσει κανείς, ένας κόσμος σκληρός, που υπάρχει για να ρουφάει τη ζωή από τους ανθρώπους όπως τα βαμπίρ επιβιώνουν ρουφώντας το αίμα των ζωντανών. Ένας κόσμος χωρίς τίποτα και κανέναν να εμπιστευτείς, που σε ψήνει στις φλόγες του.
Και αφού τίθεται το πλαίσιο, αφήνεται σιγά σιγά να φανερωθεί ένας εσωτερικός κόσμος που καλείται να συνδιαλλαγεί με τον εξωτερικό. Μα και ο εσωτερικός κόσμος μοιάζει επίσης τρομακτικός (σε παρένθεση ο τίτλος του τραγουδιού): welcome to nowhere fast, nothing here ever lasts, nothing but memories of what never was, we're nowhere, we're nowhere, we're nowhere to be (Jellybelly). Είναι κόσμος όπου το σκοτάδι είναι προτιμότερο απ' τη μέρα: we only come out at night, the days are much too bright, και για να κάνεις το επόμενο βήμα ένα κομμάτι του εαυτού σου χρειάζεται να μείνει πίσω: You can never leave without leaving a piece of youth (Tonight, Tonight). Ένας κόσμος απώλειας:  Lost inside the dreams of teen machines (Here is No Why).
Αναρωτιέται συνεπώς κανείς πώς μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που έχει τέτοια αίσθηση για τον κόσμο. Τόσο το εξωτερικό όσο και τον δικό του εσωτερικό. Τι μπορεί να συμβαίνει μέσα του; ποια η αίσθησή του για τον εαυτό; Πώς να αισθάνεται; Ο δίσκος είναι διάσπαρτος από παραδείγματα μιας σκληρής, αυτοτιμωρητικής ιδέας για τον συγκεκριμένο εαυτό. Τα βιώματα ή έστω ο συναισθηματικός αντίκτυπος αυτών είναι δοσμένα με τρομακτική ένταση. Η απόρριψη: i won't deny the pain, i won't deny the change, and should i fall from grace here with you, will you leave me too? (Galapogos). Η εγκατάλειψη: i'm on my own, i'm on my own to see the ways. Η απομόνωση: i walk alone, i walk alone to find the way home (We Only Come Out at Night). Για να έρθει η υποστροφή σε μια παιδική θέση, χωρίς φροντίδα, και με τη εξοντωτική απειλή της πλήρωσης ή της εξολόθρευσης: i am never enough, i am the forgotten child, and i said i wanna fill you up, i wanna break you, i wanna give you up (XYU). Και η συνεπακόλουθη τάση της αυτοκαταστροφής: i hurt where i can't feel, i feel where i can't hurt, i know where i can't know, i bleed for me and mine (XYU). Η ακραία αντίληψη για τον κόσμο και τον εαυτό απαιτεί προφανώς αντίστοιχες αντιδράσεις και συναισθήματα. Και υπάρχουν στιγμές στο δίσκο που αυτό εκφράζεται με ένα κρεσέντο acting out οργής, θυμού και μίσους: To save me from the wasted save me from my self... I’ll lie just to be real and I’ll die just to feel (tales of scorched earth). Ολόκληρος ο δίσκος διαποτίζεται από το αίσθημα του κενού, τη συνθήκη της απώλειας: I’m not the same, but I feel the same, I feel nothing. I sensed my loss before I even learnt to talk (to forgive). Αλλά και της αποκοπής απ' την πραγματικότητα: I need to disconnect, I don’t need your love to disconnect (an ode to no one) ακριβώς στο πλαίσιο μιας τέτοιας απώλειας: Intoxicated with the madness, I’m in love with my sadness (Zero). Και όταν τελικά The impossible γίνεται possible tonight (Tonight, Tonight), η τραγική διαπίστωση: despite all my rage i am still just a rat in a cage.
Για να φτάσει τελικά σε αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι το αποκορύφωμα του δίσκου, η περίληψη όλης της θεματικής του άλμπουμ, η σύνοψη αυτής της συνεχούς σχοινοβασίας ανάμεσα στη τρέλα και την απώλεια: Ο στίχος Love is suicide, στην αρχή του δεύτερου μέρους, σε εκείνο το αδιανόητο κομμάτι που ονομάζεται Bodies. Η προσέγγιση του απόλυτα επιθυμητού, του αντικείμενου της απώλειας, τη αγάπης, όταν πλησιάζει, όταν η αγάπη μπορεί να γίνει απτή μετατρέπεται στο αίτιο της αυτοκαταστροφής.  Ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία για μία ζωή.
Το να είσαι ο Billy Corgan, ή κάποιος που ταυτίζεται με τη στιχουργική του, χωρίς αμφιβολία φαντάζει το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Πώς η θλίψη να μην είναι ατέλειωτη και η μελαγχολία συνεχής;

Διαβάζοντας τα παραπάνω, αν όντως είχα πραγματική επαφή ως έφηβος του 1995 με τον ψυχισμό που περιγράφεται σε αυτόν τον δίσκο θα είχα πραγματική δυσκολία να ξεπεράσω μια τέτοια μεθοριακότητα. Είκοσι χρόνια μετά και 3 Pumpkins T-shirts αργότερα, έλυσα τουλάχιστο τον εφηβικό μου μουσικό γρίφο. Κατάλαβα επιτέλους τι διάολο εννοούσε ο Corgan με το "Emptiness in loneliness and loneliness is cleanliness and cleanliness is godliness and god is empty just like me". Το τραγουδούσα και το χόρευα, χωρίς στη πραγματικότητα να είχα ιδέα. 
Τ' ομολογώ. 

2 σχόλια:

  1. τι μου θυμισες ρε φιλε...ειχα ξεκινησει τη γνωριμια με τους sp μεσω siamese dream και το εκκωφαντικο cherub rock.
    παταω play...

    σταθμος το mellon collie. στην ψυχη μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Και εγώ. Και δεν ήξερα πώς να χειριστώ αυτό που συνέβαινε στα αυλάκια εκείνου του δίσκου ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

έχεις κάτι να προσθέσεις;

οι πελάτες μας ψώνισαν και αυτό

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

διάβασε και αυτό

AddThis