Το ερώτημα που τίθεται από αυτούς που πιθανότατα φοβούνται ότι θα είναι οι επόμενοι για περιποίηση προσώπου κάθε φορά που κάποιο πολιτικό ή δημοσιογραφικό υποπροϊόν κάνει καινούργια επιδερμίδα με ένα γιαουρτάκι εκτοξευμένο από μερικούς οπλισμένους με το "αυτονόητο δίκιο" τους, είναι ελαφρά τη καρδία περιορισμένο στο πόσους βαθμούς φασισμό η κίνηση αυτή εμπεριέχει.
Ενδιαφέρον το ερώτημα από μια άποψη βέβαια, αν έμενε μόνο στη σαφή υπόνοια ότι η κοινωνία γνωρίζει καλά από φασισμό τόσα χρόνια εκτεθειμένη στα τηλεοπτικά της πολιτικά σκουπίδια, και πως οδηγείται αναμφισβήτητα σε ένα χωρίς φρένο εκφασισμό της τη τελευταία περίοδο. Θεωρώ όμως ότι αν περιοριζόταν στους πόσους βαθμούς λιπαρά οφείλει να περιέχει το γιαουρτάκι για να γίνει πολεμοφόδιο, το ερώτημα αυτό θα ήταν περισσότερο αξιόπιστο.
Για όσους εξακολουθούν να ανατρέχουν στις πηγές, ο φασισμός αναφέρεται σε μια ριζοσπαστικοποίηση προς μια ασφυκτική συνοχή της κοινωνίας, βασισμένη είτε στο ψέμα της γραμμής του αίματος είτε στον μύθο της πολιτισμικής καθαρότητας, υπό τη σκληρή καθοδήγηση ενός μυθοποιημένου, παντοδύναμου ηγέτη. Η άμεση δράση, χαρακτηριστικό των φασιστικών πρακτικών, κατευθυνόταν από μια ομάδα λίγων προς τους πολλούς. Η επανάσταση του φασισμού γινόταν από τα πάνω προς τα κάτω, από μια ιδεολογική "πρωτοπορία" αναρριχημένη στην εξουσία προς τη μάζα, την ακατέργαστη, καταπιεσμένη, εξαπατημένη από τη προπαγάνδα κοινωνία που αδημονούσε. Ο φασισμός είχε σαν βασικό του γνώρισμα την επιβολή στο σύνολο, την αυταρχική κυριάρχηση της βασικής αντίληψης, την ιδεολογική ομοιομορφία, τη συλλογικοποίηση της ευθύνης, τη χρήση του ψέματος κατά το δοκούν και της τρομοκρατικής βίας από παρακρατικές ομάδες, και όλα αυτά σε μια μαζική κλίμακα, συλλογικά, μη δημοκρατικά και ανελεύθερα.
Ενδιαφέρον το ερώτημα από μια άποψη βέβαια, αν έμενε μόνο στη σαφή υπόνοια ότι η κοινωνία γνωρίζει καλά από φασισμό τόσα χρόνια εκτεθειμένη στα τηλεοπτικά της πολιτικά σκουπίδια, και πως οδηγείται αναμφισβήτητα σε ένα χωρίς φρένο εκφασισμό της τη τελευταία περίοδο. Θεωρώ όμως ότι αν περιοριζόταν στους πόσους βαθμούς λιπαρά οφείλει να περιέχει το γιαουρτάκι για να γίνει πολεμοφόδιο, το ερώτημα αυτό θα ήταν περισσότερο αξιόπιστο.
Για όσους εξακολουθούν να ανατρέχουν στις πηγές, ο φασισμός αναφέρεται σε μια ριζοσπαστικοποίηση προς μια ασφυκτική συνοχή της κοινωνίας, βασισμένη είτε στο ψέμα της γραμμής του αίματος είτε στον μύθο της πολιτισμικής καθαρότητας, υπό τη σκληρή καθοδήγηση ενός μυθοποιημένου, παντοδύναμου ηγέτη. Η άμεση δράση, χαρακτηριστικό των φασιστικών πρακτικών, κατευθυνόταν από μια ομάδα λίγων προς τους πολλούς. Η επανάσταση του φασισμού γινόταν από τα πάνω προς τα κάτω, από μια ιδεολογική "πρωτοπορία" αναρριχημένη στην εξουσία προς τη μάζα, την ακατέργαστη, καταπιεσμένη, εξαπατημένη από τη προπαγάνδα κοινωνία που αδημονούσε. Ο φασισμός είχε σαν βασικό του γνώρισμα την επιβολή στο σύνολο, την αυταρχική κυριάρχηση της βασικής αντίληψης, την ιδεολογική ομοιομορφία, τη συλλογικοποίηση της ευθύνης, τη χρήση του ψέματος κατά το δοκούν και της τρομοκρατικής βίας από παρακρατικές ομάδες, και όλα αυτά σε μια μαζική κλίμακα, συλλογικά, μη δημοκρατικά και ανελεύθερα.
Μέχρις στιγμής γνωρίζουμε πως μια συγκεκριμένη ομάδα λίγων, από τα πάνω, αποφασίζουν και επιβάλλουν για τους πολλούς. Η ομάδα αυτή στερείται λαϊκής εντολής και στήριξης. Χρησιμοποιεί το ψέμα, τη λεκτική βία και τον εκβιασμό για την επιβολή της καθώς και τη πολύμορφη στήριξη μιας σειράς περιφερειακών ομάδων που προπαγανδίζουν το ψέμα (δημοσιογράφοι), που κατασκευάζουν μεθοδευμένα μύθους με σκοπό τη λαϊκή συνοχή (ακροδεξιά) ή που εκτελούν τη βρώμικη δουλειά της βίας και της τρομοκρατίας μέσα στη κοινωνία (ΜΑΤ, χρυσή αυγή). Το "λεφτά υπάρχουν" θα μείνει στο συλλογικό ασυνείδητο των πολλών ως το εναρκτήριο ψέμα και το "τα φάγαμε όλοι μαζί" ως η εκκίνηση της συλλογικοποίησης των ευθυνών από το νέο καθεστώς.
Και απέναντι στο παραπάνω ορθώνεται τώρα με τον απροσμέτρητο όγκο του το γιαούρτωμα.
Η απόδοση φασιστικού χαρακτήρα στο γιαούρτωμα προφανώς οφείλεται σε μια εκλαϊκευμένη αντίληψη του φασισμού κατά την οποία υπονοείται η άρση του δικαιώματος αντιλόγου από το θύμα μιας πράξης η οποία στόχευσε στη γελοιοποίησή του και ίσως την συναισθηματική του κακοποίηση. Η υπόνοια της πολιτικής φίμωσης είναι ασύστατη όταν ο πολιτικός λόγος των "θυμάτων" είναι επί χρόνια ο κυρίαρχος. Η υπόνοια δε της σωματικής βλάβης από γιαούρτι είναι απλά γελοία.
Εφόσον όμως το ζήτημα τέτοιων επιθέσεων τίθεται στα σοβαρά σε δημόσιο διάλογο, στέκομαι στις δύο ειδών επιθέσεις στις οποίες γίνομαι μάρτυρας: Την επίθεση των εκφραστών της πολιτικής της τρόικας και την επίθεση πολιτών και πολιτών σε μεμονωμένα άτομα που ανήκουν στα παραπάνω.
Η πρώτη είναι θεσμική και νομικά κατοχυρωμένη, με σαφείς στόχους και διαχωριστικές γραμμές, είναι μαζική αλλά και με σαφείς διακρίσεις ως το σε ποιον γίνεται, είναι προσχεδιασμένη και άριστα εκτελεσμένη, έχει τη στήριξη όσων ελέγχουν την μαζική ενημέρωση και την επιχειρησιακή υποστήριξη των νόμιμα εξοπλισμένων, και το σημαντικότερο, είναι άκρως αποτελεσματική στο άμεσα και ενδεχομένως στα απώτερα αποτελέσματα της.
Η δεύτερη είναι ερασιτεχνική και ποινικά κολάσιμη, είναι ασαφής στους στόχους της και με θολές και πολλές φορές ισοπεδωτικές διαχωριστικές γραμμές, ο σχεδιασμός της είναι υποτυπώδης, ενώ η υποστήριξή της πολλές φορές προέρχεται από αντιδιαμετρικές πλευρές κάτι που επιτείνει τη σύγχυση.
Η πραγματική όμως διαφορά τους, η οποία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή άμεσα και χωρίς τις παρωπίδες είναι στο ζήτημα της προσωποποίησης του θύματος. Η πρώτη επίθεση είναι αν όχι αποδεκτή, τουλάχιστο ανεκτή διότι εξελίσσεται απέναντι σε ένα στόχο που εξαιτίας της μαζικότητάς του δεν έχει πρόσωπο, δεν έχει συναίσθημα, δεν έχει προσωπικότητα ή ταυτότητα, εξελίσσεται απέναντι στη μάζα που δε κατάφερε να γίνει τάξη. Η δεύτερη επίθεση γίνεται απέναντι στο πρόσωπο, το ονοματεπώνυμο, τον χαρακτήρα, σε αυτόν στον οποίο δίπλα κάθεται η γυναίκα του, σε αυτόν που λίγο πιο πριν είχε φιλήσει τα παιδιά του, σε αυτόν που θα κλάψει όταν πονέσει και που θα θυμώσει όταν υποστεί τον εξευτελισμό του γιαουρτιού.
Γι' αυτό και μια τέτοια επίθεση πάντα θα προκαλεί -μετά την πρωταρχική ασυνείδητη αίσθηση ικανοποίησης ενστίκτων που έχει καταπιέσει ο πολιτισμός- την επίκριση από ένα κομμάτι της κοινωνίας που μπορεί ακόμα να αναγνωρίσει (έστω και επιλεκτικά) συναισθήματα, προσωπικότητα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας ταυτότητας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι οι εκχυδαϊσμένοι φορείς της εξουσίας σοκάρονται μόνο όταν το δικό τους θύμα βρίσκεται απρόσμενα με ταυτότητα, κραυγάζουν υπέρ δικαίου μόνο όταν ο αυτόχειρας αποκτά πρόσωπο, συλλυπούνται ανερυθρίαστα μόνο όταν ο εκλιπών εμφανίζεται ως προσωπικότητα, περιφέρουν τη θλίψη τους με υποκρισία μόνο όταν ο νεκρός λέγεται Χριστούλας. Όταν ο πτωχευμένος πτωχεύει χωρίς όνομα, όταν ο άρρωστος αρρωσταίνει χωρίς πρόσωπο, ο άστεγος πεθαίνει χωρίς προσωπικότητα, ο μετανάστης φυλακίζεται χωρίς ταυτότητα, τότε η επίθεση λέγεται απλά επικαιροποίηση του μνημονίου. Όταν η εξαθλίωση είναι μαζική, όταν η αναξιοπρέπεια είναι συλλογική, όταν η φτώχεια εξαπλώνεται διάσπαρτα χωρίς τις παραδοσιακές νεοελληνικές της διακρίσεις, τότε η επίθεση ονομάζεται δημοσιονομική προσαρμογή. Όταν η κοινωνία επιβιώνει χωρίς δημοκρατία, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς δικαιοσύνη, τότε η επίθεση φέρει το τίτλο σωτηρία της πατρίδας.
Η επίθεση με τα γιαούρτια είναι η απελπισμένη προσωπική ανάκτηση της αξιοπρέπειας εκείνου που την έχει απολέσει. Είναι η απόδοση δικαιοσύνης εκείνου που δε του αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη. Είναι μια απάντηση επί προσωπικού, από αυτόν που έχει όνομα αλλά που εξαθλιώθηκε ως ανώνυμος, από αυτόν που έχει ταυτότητα αλλά εξαπατήθηκε λαθραία, από αυτόν που έχει προσωπικότητα αλλά πτώχευσε ως κομμάτι μιας μάζας.
Για να αντιληφθεί κανείς το γιαούρτι ως πράξη βίας και όχι ως μια παραμορφωμένη απαίτηση δικαιοσύνης ή αντίστασης στην αναξιοπρέπεια, δε χρειάζεται κόπος. Δυστυχώς για τις προσωπικότητες όπως ο Γεωργιάδης, για τις οποίες η δικαιοσύνη ταυτίζεται με το συμφέρον της τάξης που υπηρετούν και η αξιοπρέπεια κρύβεται πίσω από τις διαχωριστικές γραμμές του Έλληνα και του ξένου, του χριστιανού και του αλλόθρησκου, του ετεροφυλόφιλου και του ομοφυλόφιλου, αυτές καλούνται απ' τις συνθήκες τώρα να αντεπεξέλθουν στην προσωποποιημένη σύγκρουση με όλους αυτούς που αντιμετώπισαν ως μάζα.
Καθέναν τους ξεχωριστά.
Και φαίνεται πως ακριβώς μια τέτοια αντιπαράθεση με τη ταυτότητα είναι πιο τρομακτική από το δέος της σύγκρουσης μιας μάζας με τους μπάτσους.