29.10.15

Ποιος έχει όρεξη για Αστακό;

Η καλλιτεχνική αναγνώριση του Lobster από το φεστιβάλ των Καννών συνδυάστηκε με μια έξυπνα κατασκευασμένη αίσθηση αναμονής της καινούργιας ταινίας του Λάνθιμου, αν όχι σε παγκόσμια τουλάχιστο σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Στο Λονδίνο η προώθηση της ταινίας υπήρξε διακριτή. Εδώ και εβδομάδες το site και το Facebook Page του British film institute μας έξαπτε τη φαντασία με μικροσκηνές και ανεπίσημα trailer της ταινίας. Στα πιο καλλιτεχνικά σινεμά το γνωστό αφαιρετικό πόστερ με την άδεια αγκαλιά είχε πάρει τη θέση του εδώ και καιρό ενώ πιο πρόσφατα, χαρτονένια ομοιώματα της αφίσας σε ανθρώπινο μέγεθος σε καλούσαν να βάλεις το κεφάλι σου στη θέση του κεφαλιού του πρωταγωνιστή και να φωτογραφηθείς. Στο μετρό του Λονδίνου, η ίδια αφίσα, μεγάλη και ευδιάκριτη έφτιαχνε ατμόσφαιρα και στους πιο απίθανους σταθμούς (πχ του Seven  Sisters, μια περιοχή που δε φημίζεται για την ιδιαίτερη φιλοτεχνία της). Παρόλο που οι κριτικές δεν αντιμετώπισαν όλες την ταινία με τον επιθυμητό ενθουσιασμό, χωρίς οι αμφιβολία η αίσθηση μιας κάποιας ατμόσφαιρας, το αξιοπερίεργο της ιδέας και η έξυπνα προσχεδιασμένη αναμονή εξηγούν τις ουρές και την ανυπομονησία των θεατών και στο Λονδίνο.

Εκτός από τη προώθηση όμως υπάρχει και το ίδιο το φιλμ. 

Η κοινωνία του Lobster είναι μια κοινωνία όπου το να μην είσαι σε ερωτική σχέση είναι απαγορευμένο. Όσοι είναι μόνοι (Loners από δω και πέρα για να ακολουθεί το αγγλόφωνο της ταινίας) είναι (αυτο;)εξόριστοι και κυνηγημένοι στο δάσος. Αν ποτέ βρεθούν στην πόλη κινδυνεύουν από stop and search από τις δυναμεις ασφαλείας, με έλεγχο πιστοποιητικού σχέσης και εξακρίβωση ότι δεν ανήκουν στους κυνηγημένους Loners του δάσους. Μια καταδιωκτική και κατασταλτική στάση του συστήματος ίδια με αυτή της αστυνομίας απέναντι στους μετανάστες για παράδειγμα, ή στους νεαρούς μαύρους των Λονδρέζικων προαστίων, αν θέλουμε να αναζητήσουμε κάποιο ανάλογο στη ¨πραγματική" κοινωνία. Οι Loners ως μια περιθωριοποιημένη, στιγματισμένη και ποινικοποιημένη κοινωνική υποομάδα.

Στο ατυχές ενδεχόμενο να γίνεις Loner, η κοινωνία του Lobster σε αναγκάζει να κάνεις check in σε ένα "ειδυλλιακό" ξενοδοχείο (φέρνει στο μυαλό το "ειδύλλιο") με μια προθεσμία 45 ημερών για να βρεις νέο ταίρι. Αν δεν το καταφέρεις τότε μεταμορφώνεσαι σε ένα ζώο της επιλογής σου (Αστακός για τον ήρωα του Λάνθιμου). Οι κανόνες του ξενοδοχείου, παράλογοι, αλλόκοτοι και στρυφνοί τηρούνται απαρέγκλιτα χωρίς αμφισβήτηση, λες και τελικά η μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε ζώο αποτελεί όντως μια μεταφυσική αδιαμφισβήτητη νομοτέλεια.

Η σχέση μεταξύ των Loners είναι ένας πόλεμος επιβίωσης. Οι Loners του ξενοδοχείου είναι ταυτόχρονα και υποψήφια θηράματα σε ένα βίαιο παιχνίδι όπου απελπισμένα επιχειρούν να κυνηγήσουν και να "ναρκώσουν" ο ένας τον άλλον στο δάσος προκειμένου να κερδίσουν λίγο περισσότερο χρόνο πριν οι ίδιοι μετατραπούν σε ζώο.

Το πρώτο μέρος της ταινίας, η παραμονή στο ξενοδοχείο δηλαδή, είναι μια μαύρη, γκροτέσκ επίδειξη του παραλογισμού μιας κοινωνικής πλειοψηφίας απέναντι σε όσους δεν τηρούν τους κανόνες που θέτει. Οι Loners από εθελοντές επισκέπτες του ξενοδοχείου μετατρέπονται σε απελπισμένους έγκλειστους που βλέπουν το χρόνο να κυλά αντίστροφα. Η τήρηση των κανόνων μπορεί μόνο να οδηγήσει στη ψυχοπάθεια, με την έννοια της απόλυτης αποστροφής του σχετίζεσθαι, της αφαίρεσης οποιουδήποτε ίχνους συναισθηματικής επαφής ανάμεσα στους απελπισμένους για επαφή ανθρώπους. Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από την υποτιθέμενη στόχευση της κοινωνίας του ξενοδοχείου.
Το δεύτερο μέρος, η φυγή στο δάσος, εξακολουθεί επίσης μαύρη και γκροτέσκ. Η κοινωνία των συνειδητά Loners συνειδητοποιούμε το ίδιο γρήγορα πως είναι ο αντίποδας αυτής του ξενοδοχείου. Οι ίδιοι παράλογοι, στρυφνοί, αλλόκοτοι κανόνες. Με ίδιους ημίτρελους, ψυχοπαθητικούς επιμελητές της εφαρμογής τους. Και όσοι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους κανόνες υποφέρουν με ένα παρόμοιο τρόπο. Όσοι διατηρούν ακόμα έστω και στοιχειωδώς συναισθηματικό κόσμο έτοιμο να τον αποκαλύψουν μέσα σε μια ερωτική σχέση, βρίσκονται στον ίδιο απελπιστικό εγκλεισμό. Αυτή η ψυχοπάθεια απεικονίζεται στο Lobster εξαιρετικά. Και η απελπισία των ερωτικών σχέσεων με έναν τρόπο απολαυστικά κωμικό.


Μια από τις εμμονές των πρωταγωνιστών είναι το ταίριασμα των προσωπικών χαρακτηριστικών τους, το matching όπως είναι η λέξη που χρησιμοποιείται στους διαλόγους. Οι πρωταγωνιστές αγωνιούν να βρουν κοινά στοιχεία που θα τους κάνουν ζευγάρι, πχ η μυωπία, οι συχνές επιστάξεις, ένα κουτσό πόδι. Το συναίσθημα,  ο έρωτας,  η ίδια η επαφή δεν παίζουν ρόλο, έχουν αντικατασταθεί από τον ψυχαναγκασμό, την έξωθεν αναγκαιότητα του σχετίζεσθαι, μια ψυχρή, χωρίς φαντασία προσέγγιση ανάμεσα σε δυο καρικατούρες. Δεν είναι τυχαίο που η λέξη matching είναι μια χαρακτηριστική λέξη στα dating apps τύπου Tinder των κινητών τηλεφώνων. Βάζεις τα χαρακτηριστικά σου στο πρόγραμμα, βάζει και ο άλλος τα δικά του, ένας αλγόριθμος θα φροντίσει για το ταίριασμα και θα ειδοποιηθείς με ένα notification στην επιφάνεια εργασίας του κινητού. Ο ψυχρός,  υπολογιστικός  τρόπος του να σχετίζεσαι ερωτικά με τον άλλον βρίσκεται στον πυρήνα της ταινίας.
Η σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής αντιλαμβάνεται πως χάθηκε το μοναδικό κοινό με την γυναίκα που αγαπάει όταν αυτή τυφλώνεται (την μυωπία), είναι μια σκηνή τραγική. Εκείνος αρχίζει απελπισμένα να τη ρωτάει αν μιλάει γερμανικά, αν ξέρει πιάνο, αν της αρέσουν τα βατόμουρα, εκείνη του απαντάει πως όχι. Γιατί ο έρωτας είναι εκεί, μα είναι σαν να μην υπάρχει, σαν να μην έχει σημασία, είναι ταπεινωμένος, υποκατεστημένος από μια λίστα  κοινών χαρακτηριστικών, σαν όντως ο άνθρωπος να είναι μεταμορφωμένος σε ζώο. Και  οι επικοινωνιακοί κώδικες, η γλώσσα των ερωτευμένων που πιστοποιεί με την παρουσία της την ένωση και το ταίριασμα μετατρέπεται εδώ σε απαγορευμένη, εξευτελιστική, γελοία διαδικασία που προκαλεί στον θεατή το γέλιο και την λύπη. Το φυσιολογικό στον έρωτα, το πάθος δηλαδή και η σωματική επαφή, είναι το αντικείμενο της κριτικής και ο λόγος της τιμωρίας στο κόσμο του Lobster.

Πιστός στη χαρακτηριστική προσέγγιση των χαρακτήρων στις ταινίες του, ο Λάνθιμος κατασκευάζει ήρωες που δεν έχουν βάθος, δεν έχουν ιστορία, δεν έχουν διάσταση άλλη πέραν αυτής που αφήνει ο ίδιος να απεικονιστεί. Όλοι οι ήρωες, πρωταγωνιστές και δευτερεύοντες, είναι καρικατούρες. Και ο τρόπος που σχετίζονται μεταξύ τους αναδεικνύει αυτή τους τη φύση. Οι δε κινήσεις και η συμπεριφορά τους θεωρώ πως σκόπιμα αφήνονται στο επίπεδο μιας παιδικής παράστασης. 
Όλα αυτά για δύο λόγους. 
Ο πρώτος είναι γιατί στο Lobster πρωταγωνιστής είναι η ίδια η ερωτική σχέση, το σχετίζεσθαι και πιο ειδικά η έλλειψη αυτού. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Λάνθιμος θέλει να δηλώσει ότι με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να σχετιζόμαστε έτσι. Ένα τέτοιο σχετίζεσθαι είναι γελοίο, ψυχοπαθητικό, χρειάζεται να βρισκόμαστε σε απόσταση από αυτό, να μη το πλησιάζουμε. Οι πιο αστείες στιγμές της ταινίας, οι πιο γκροτέσκ, οι πιο κυνικές είναι ακριβώς εκείνες όπου ο σκηνοθέτης μας επιτρέπει να πλησιάσουμε στο τρόπο συσχέτισης που είναι επιτρεπτός στους πρωταγωνιστές. Το γεγονός ότι η επιμονή σε αυτό αυξάνει εκτός από το γελοίο του πράγματος και την ίδια τη δυσφορία των θεατών (πχ ο πνιγμός με την ελιά στο τζακούζι, η δολοφονία του σκύλου ή η σκηνή με το μάτι και το μαχαίρι) καταδεικνύει ακριβώς και την αλλόκοτη, μη ανθρώπινη φύση της συσχέτισης που απεικονίζεται.

Κοιτώντας την ταινία συνολικά, το αντικείμενό της και η ανάλυση αυτού πέτυχαν τον στόχο της. Θεωρώ ότι η ταινία πάσχει αλλού. Στο πρώτο μέρος της, στο ξενοδοχείο, υπήρξε σοβαρός κίνδυνος μιας επαναλαμβανόμενη ίδιας σκηνής ξανά και ξανά, μια μανιέρα τόσο από άποψη αισθητικής όσο και περιεχομένου που ευτυχώς αποτράπηκε πριν χαλάσει εντελώς το συμπαγές αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος όμως που αποσοβήθηκε στο πρώτο μέρος επανεμφανίστηκε στο δεύτερο και άφησε το αποτύπωμα του. Η αίσθηση του συμπαγούς αποτελέσματος φαίνεται να χάνεται στο δεύτερο μέρος, στο δάσος. Ο αρχικός εσωτερικός ρυθμός της ταινίας ξεχάστηκε και η αφήγηση από τη μέση και μετά φάνηκε να χάνει την συνοχή της αφήνοντας τον θεατή με την αβεβαιότητα για το πού οδηγείται τελικά η ιστορία. Χωρίς αμφιβολία το περιεχόμενο είχε ένα μεγάλο αριθμό από καλές ιδέες που μετουσιώθηκαν σε πολύ καλές σκηνές, ωστόσο γίνεται εις βάρος του εσωτερικού ρυθμού, της συνοχής της απόδοσης της ιστορίας. Λες και ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να ελέγξει το άγχος του να καταδείξει πόσα πολλά ωραία πράγματα είχε στο μυαλό του. Λες και ο εντυπωσιασμός του θεατή από την ευρηματικότητα του σκηνοθέτη να υπερίσχυσε από ένα σημείο και μετά της ουσίας του φιλμ. Ίσως αυτό να είναι και θέμα εμπειρίας, ίσως στην επόμενη ταινία του ο Λάνθιμος να είναι περισσότερο κυρίαρχος των ιδεών του ή πιο οικονόμος στις σκηνές.

Συνοψίζοντας, θεωρώ πως το Lobster είναι μια εξαιρετική κινηματογραφική σπουδή στο ζήτημα της ερωτικής σχέσης στη μέτα-μεταμοντέρνα εποχή μας. Η ιδέα της ταινίας είναι  δοσμένη με μια σειρά από πανέξυπνες σκηνές, πρωτότυπο σενάριο, δουλεμένο προσωπικό ύφος αλλά και αρκετό άγχος που δυστυχώς θολώνει από νωρίς την αφήγηση. Εκτιμώ τον Λάνθιμο και μου αρέσουν τελικά οι δουλειές του. Νομίζω πως βρίσκεται σε ένα δρόμο μετουσίωσης των πολλών και καλών δυνατοτήτων του. Η πορεία του είναι σταθερή γιατί είναι δουλεμένη και γιατί ο ίδιος και οι συνεργάτες του δείχνουν να είναι ευφυείς και ταλαντούχοι. Περιμένω ανυπόμονα την επόμενη δουλειά του αναρωτώμενος αν θα καταφέρει να κρατηθεί στο ύψος των προσδοκιών που δημιούργησε. 

24.10.15

Για τη μελαγχολία και την ατελείωτη θλίψη


24 Οκτωβρίου 1995, 20 χρόνια πριν, οι Smashing Pumpkins κυκλοφορούσαν το Mellon Collie and the Infinite Sadness. Ήμουν 17 τότε, στο όριο μεταξύ εφηβείας και ενηλικίωσης και έπαιρνα στα χέρια μου ένα άλμπουμ - ορισμό της ίδιας της έννοιας της μεθοριακότητας. Μεσολάβησαν δύο δεκαετίες από τότε και δύο ευτυχή συναυλιακά συναπαντήματα με τον Billie Corgan και το συγκρότημά του. Το πρώτο στην Αθήνα, το 1998, το δεύτερο σε walking distance από το σπίτι μου, στο Brixton Academy τον Νοέμβριο του 2011. Και τα δύο εκστατικά. Άκουσα ξανά αυτό το δίσκο αυτή την ημέρα, 24 Οκτωβρίου. Ολόκληρο (διπλό CD, τριπλό βινύλιο). Το έκανα στο spotify ακριβώς για να τονίσω πως τα χρόνια που πέρασαν από τότε άφησαν τον αντίκτυπό τους στο μέσο της επαφής μου με τη μουσική. Διάβασα ταυτόχρονα και τους στίχους από κάθε τραγούδι. Όλους. Έτσι, για να δω αν αυτό που μου προκαλεί το Mellon Collie τώρα έχει κάποια σχέση με όσα μου είχε προκαλέσει 20 χρόνια πριν.


Οι μουσικές γνώσεις μου εκείνη την εποχή καθορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά από τις φανατικές αναγνώσεις του ΠΟΠ+ΡΟΚ, του Fractal Press και του ανθηρού ελληνικού fanzinαριάτου των 90ς καθώς και από μερικά σποραδικά τεύχη του New Musical Express, όταν και όποτε κανένας γνωστός επέστρεφε από κάποιο ταξίδι στην Αγγλία. Στα μέρη μου Ροκ FM δεν υπήρχε και ο Γιάννης Πετρίδης για κάποιο λόγο δεν μου ασκούσε ιδιαίτερη έλξη παρότι τον άκουγα όσο μπορούσα. Η πληροφορία στο ίντερνετ βρισκόταν ακόμα στη προ-google εποχή της. Ακόμα και αν με ενδιέφερε, το να γνωρίζω λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του ανθρώπου που έγραψε αυτό το album που άκουγα συνεχώς και παθιασμένα για μήνες, δεν έκανε μεγάλη διαφορά. Και να είχα τις πληροφορίες δε θα ήξερα πώς να τις αξιοποιήσω τότε άλλωστε. Και αφηνόμουν έτσι ως έφηβος στα κιθαριστικά κρεσέντα και τις μελωδικές οπισθοχωρήσεις και στις φαντασιώσεις πίσω από τους στίχους, που άφηναν τόση εντύπωση όσο αναπτυγμένη ήταν τότε η αντιληπτική μου ικανότητα.


Τώρα όμως ξέρω: Ο εγκέφαλος των Smashing Pumpkins, Billie Corgan, είχε στο νου του να δημιουργήσει ένα concept album για τη Generation X, τόσο μεγάλο όσο το The Wall των Pink Floyd. Απευθυνόταν, είχε πει, στους νέους 14-24 ετών, με σκοπό να συνοψίσει όλα όσα είχε αισθανθεί ως έφηβος αλλά δεν μπορούσε να τα εκφράσει ως τέτοιος. Διαβάζοντας στην Wikipedia για την προσωπική ζωή του Billie Corgan, μαθαίνω ότι για πολλά χρόνια πάλευε με βαριά κατάθλιψη καθώς και με περιόδους σοβαρών ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών, επεισόδια αυτοτραυματισμών και αυτοκτονικό ιδεασμό. Μεθοριακή προσωπικότητα θα έλεγε κανείς σε μια πρώτη επιπόλαια σκέψη. Η ζωή του ως παιδί ήταν εξαιρετικά ταραγμένη. Οι βιολογικοί του γονείς χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός, και ο ίδιος μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του μετακόμισαν με τον πατέρα τους ο οποίος παντρεύτηκε μια αεροσυνοδό. Σύμφωνα με τον Corgan, από τη θετή του μητέρα υπέστη συνεχή συναισθηματική και σωματική κακοποίηση. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του τους άφησε και εκείνος χρειάστηκε να μεγαλώσει με αυτή τη θετή μητέρα. Επίσης επιφορτίστηκε με το να φροντίζει και τον μεγαλύτερο αδερφό του ο οποίος είχε σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες. Προφανώς μια καθόλου ιδανική παιδική ηλικία, με δύο διαφορετικές εγκαταλείψεις από τους βιολογικούς του γονείς, κακοποίηση από μια θετή μητέρα και ταυτόχρονα ανάγκη για φροντίδα του αδερφού του, ένα έργο με τεράστιο ψυχικό φόρτο που επιβάλει σχεδόν την πρόωρη ενηλικιοποίηση. Γερές βάσεις για μια μεθοριακή προσωπικότητα, σε μια δεύτερη σκέψη που συμπληρώνει την πρώτη. Δεν μπορώ να φανταστώ από πού μπορούσαν να προέρχονται τα ψυχικά αποθέματα για κάτι τέτοιο σε ένα παιδί με αυτό το υπόβαθρο.

Έχοντας λοιπόν αυτά στο νου, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, εν έτη 2015, η ανάγνωση των στίχων και η ακρόαση της μουσικής του Mellon Collie να τεθεί  ξεκάθαρα και μη αντιστρεπτά σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο.

Ιδού λοιπόν το Mellon Collie and the Infinite Sadness 20 χρόνια μετά, ξεκινώντας από μια χαρακτηριστική παρατήρηση: Ο δίσκος είναι χωρισμένος σε δύο μέρη: Dawn to Dusk το πρώτο, "από την αυγή στο σούρουπο", Twilight to Starlight το δεύτερο, "από το λυκόφως στο αστρόφως". Ο ακροατής το συνειδητοποιεί από την αρχή: Σε αυτόν τον δίσκο θα ακροβατήσει στο όριο, στο φως μεταξύ της μέρας και της νύχτας και στο όριο της νύχτας με τη μέρα. Στο όριο του ίδιου του δημιουργού του. 
Το πρώτο single ήταν το αριστουργηματικό Bulet with butterfly wings. Ο πρώτος στίχος αυτού του κομματιού, ενδεικτικός: The world is a vampire, sent to drain, secret destroyers hold you up to the flames... Πρόκειται για μια συγκλονιστική εισαγωγή στο τι πρόκειται ο ακροατής να ακούσει σε ολόκληρο το δίσκο. Θέτει από την αρχή και με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του κόσμου, όπως τον βλέπει ο Corgan: ένα επικίνδυνο μέρος για να ζήσει κανείς, ένας κόσμος σκληρός, που υπάρχει για να ρουφάει τη ζωή από τους ανθρώπους όπως τα βαμπίρ επιβιώνουν ρουφώντας το αίμα των ζωντανών. Ένας κόσμος χωρίς τίποτα και κανέναν να εμπιστευτείς, που σε ψήνει στις φλόγες του.
Και αφού τίθεται το πλαίσιο, αφήνεται σιγά σιγά να φανερωθεί ένας εσωτερικός κόσμος που καλείται να συνδιαλλαγεί με τον εξωτερικό. Μα και ο εσωτερικός κόσμος μοιάζει επίσης τρομακτικός (σε παρένθεση ο τίτλος του τραγουδιού): welcome to nowhere fast, nothing here ever lasts, nothing but memories of what never was, we're nowhere, we're nowhere, we're nowhere to be (Jellybelly). Είναι κόσμος όπου το σκοτάδι είναι προτιμότερο απ' τη μέρα: we only come out at night, the days are much too bright, και για να κάνεις το επόμενο βήμα ένα κομμάτι του εαυτού σου χρειάζεται να μείνει πίσω: You can never leave without leaving a piece of youth (Tonight, Tonight). Ένας κόσμος απώλειας:  Lost inside the dreams of teen machines (Here is No Why).
Αναρωτιέται συνεπώς κανείς πώς μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που έχει τέτοια αίσθηση για τον κόσμο. Τόσο το εξωτερικό όσο και τον δικό του εσωτερικό. Τι μπορεί να συμβαίνει μέσα του; ποια η αίσθησή του για τον εαυτό; Πώς να αισθάνεται; Ο δίσκος είναι διάσπαρτος από παραδείγματα μιας σκληρής, αυτοτιμωρητικής ιδέας για τον συγκεκριμένο εαυτό. Τα βιώματα ή έστω ο συναισθηματικός αντίκτυπος αυτών είναι δοσμένα με τρομακτική ένταση. Η απόρριψη: i won't deny the pain, i won't deny the change, and should i fall from grace here with you, will you leave me too? (Galapogos). Η εγκατάλειψη: i'm on my own, i'm on my own to see the ways. Η απομόνωση: i walk alone, i walk alone to find the way home (We Only Come Out at Night). Για να έρθει η υποστροφή σε μια παιδική θέση, χωρίς φροντίδα, και με τη εξοντωτική απειλή της πλήρωσης ή της εξολόθρευσης: i am never enough, i am the forgotten child, and i said i wanna fill you up, i wanna break you, i wanna give you up (XYU). Και η συνεπακόλουθη τάση της αυτοκαταστροφής: i hurt where i can't feel, i feel where i can't hurt, i know where i can't know, i bleed for me and mine (XYU). Η ακραία αντίληψη για τον κόσμο και τον εαυτό απαιτεί προφανώς αντίστοιχες αντιδράσεις και συναισθήματα. Και υπάρχουν στιγμές στο δίσκο που αυτό εκφράζεται με ένα κρεσέντο acting out οργής, θυμού και μίσους: To save me from the wasted save me from my self... I’ll lie just to be real and I’ll die just to feel (tales of scorched earth). Ολόκληρος ο δίσκος διαποτίζεται από το αίσθημα του κενού, τη συνθήκη της απώλειας: I’m not the same, but I feel the same, I feel nothing. I sensed my loss before I even learnt to talk (to forgive). Αλλά και της αποκοπής απ' την πραγματικότητα: I need to disconnect, I don’t need your love to disconnect (an ode to no one) ακριβώς στο πλαίσιο μιας τέτοιας απώλειας: Intoxicated with the madness, I’m in love with my sadness (Zero). Και όταν τελικά The impossible γίνεται possible tonight (Tonight, Tonight), η τραγική διαπίστωση: despite all my rage i am still just a rat in a cage.
Για να φτάσει τελικά σε αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι το αποκορύφωμα του δίσκου, η περίληψη όλης της θεματικής του άλμπουμ, η σύνοψη αυτής της συνεχούς σχοινοβασίας ανάμεσα στη τρέλα και την απώλεια: Ο στίχος Love is suicide, στην αρχή του δεύτερου μέρους, σε εκείνο το αδιανόητο κομμάτι που ονομάζεται Bodies. Η προσέγγιση του απόλυτα επιθυμητού, του αντικείμενου της απώλειας, τη αγάπης, όταν πλησιάζει, όταν η αγάπη μπορεί να γίνει απτή μετατρέπεται στο αίτιο της αυτοκαταστροφής.  Ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία για μία ζωή.
Το να είσαι ο Billy Corgan, ή κάποιος που ταυτίζεται με τη στιχουργική του, χωρίς αμφιβολία φαντάζει το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. Πώς η θλίψη να μην είναι ατέλειωτη και η μελαγχολία συνεχής;

Διαβάζοντας τα παραπάνω, αν όντως είχα πραγματική επαφή ως έφηβος του 1995 με τον ψυχισμό που περιγράφεται σε αυτόν τον δίσκο θα είχα πραγματική δυσκολία να ξεπεράσω μια τέτοια μεθοριακότητα. Είκοσι χρόνια μετά και 3 Pumpkins T-shirts αργότερα, έλυσα τουλάχιστο τον εφηβικό μου μουσικό γρίφο. Κατάλαβα επιτέλους τι διάολο εννοούσε ο Corgan με το "Emptiness in loneliness and loneliness is cleanliness and cleanliness is godliness and god is empty just like me". Το τραγουδούσα και το χόρευα, χωρίς στη πραγματικότητα να είχα ιδέα. 
Τ' ομολογώ. 

20.10.15

Ιατρική στην Αγγλία (Sto meterizi toy agona)



Συμμετείχα στις 17/10 σε μια ακόμα διαδήλωση στο Λονδίνο. Αυτή τη φορά στη διαμαρτυρία των ειδικευόμενων γιατρών που αντιστέκονται στις προτάσεις της κυβέρνησης για αναπροσαρμογή των συμβολαίων εργασίας τους.

Σύμφωνα με τις προτάσεις αυτές γίνεται διεύρυνση του λεγόμενου "αποδεκτού ωραρίου εργασίας" από 7πμ-7μμ σε 7πμ-10μμ και από Δευτέρα-Παρασκευή σε Δευτέρα-Σάββατο. Ταυτόχρονα αυξάνεται θεωρητικά ο βασικός μισθός. Με άλλα λόγια, με τα νέα μέτρα που προβλέπεται να ξεκινήσουν τον Αύγουστο του '16, στην ουσία κόβεται σημαντικά το επίδομα εφημερίας, και μειώνεται η συνολική αμοιβή με αύξηση των ωρών εργασίας των γιατρών που ήδη βρίσκονται στα όρια σωματικής και ψυχικής εξάντλησης.

Η πρόταση αυτή έχει προκαλέσει σοκ και για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να προκηρυχτεί απεργία στον ιατρικό κλάδο στη Μ. Βρετανία.

Οι ιατρικοί φορείς στην Αγγλία, όπως το Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο και τα Βασιλικά Κολέγια των Ειδικοτήτων, έχουν δημιουργήσει εξαιρετικά αυστηρά πλαίσια κανόνων λειτουργίας και συμπεριφοράς του ιατρικού προσωπικού, που σε μερικές περιπτώσεις αγγίζουν τα όρια της ασφυξίας. Τα δε αγγλικά πανεπιστήμια αποτελούν καλοσυντηρέμενες μηχανές παραγωγής κέρδους, κανονικές επιχειρήσεις που δημιουργούν χαμηλού κόστους τεχνοκράτες μέσα από ένα αποστειρωμένο, άμωμο περιβάλλον, όπου η κοινωνικοπολιτική ζύμωση αποτελεί την εξαίρεση και ακόμα και όταν αυτή συντελείται σπάνια θέτει σε αμφισβήτηση κυρίαρχες εξουσιαστικές δομές, σχέσεις και ιεραρχίες. Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στις ιατρικές σχολές. Στο πλαίσιο αυτό, η  διαμαρτυρία των ειδικευόμενων γιατρών αποτελεί ένα μοναδικό, πρωτόγνωρο γεγονός. Οι συζητήσεις, οι δράσεις, οι συμμετοχές σε συνελεύσεις, η κάθοδος στους δρόμους, η κατασκευή πανό, τα συνθήματα, η απευθείας αντιπαράθεση, όλα αυτά μοιάζουν εξωτικά για έναν γιατρό προϊόν του αγγλικού συστήματος εκπαίδευσης.

Η συμμετοχή στη διαδήλωση ήταν πολύ μεγάλη, πάνω από 10.000 γιατροί. Η διαμαρτυρία περιλάμβανε έξυπνα συνθήματα και ευρηματικά πανό, τραγούδια, χαμόγελα και γέλια, περιστασιακό θυμό καθώς και προτροπές από τους διοργανωτές για selfies και διαδικτυακό ανέβασμά τους σε hastag τύπου #notsafenotfair και #saveournhs.

Για κάποιον που τα φοιτητικά και πρώτα του εργασιακά χρόνια οι πορείες γίνονταν υπό συνοδεία και απειλή των ΜΑΤ, τέτοιες διαμαρτυρίες σαν των γιατρών του αγγλικού συστήματος φαίνονται εφηβικές. Ωστόσο σέβομαι τη διαφορά της διαμαρτυρίας ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ, συνεπώς αφήνομαι στη θετική πλευρά του συμβάντος, την μαζική και πρωτόγνωρη δηλαδή συμμετοχή, το κατέβασμα στους δρόμους ενός από τους πιο συντηρητικούς και αντιδραστικούς κλάδους της αγγλικής κοινωνίας, και την επερχόμενη απεργιακή απειλή. 

Η κριτική μου θα σταθεί αλλού.

Δύο είναι οι βασικοί άξονες διαμαρτυρίας αυτή τη στιγμή. 
Ο πρώτος αναφέρεται στο ζήτημα ασφάλειας των γιατρών και βεβαίως των ασθενών. Οι πρώτοι θα κληθούν να ανταπεξέλθουν σε εξαντλητικά ωράρια και σε συνθήκες που ήδη δοκιμάζουν τα όρια του συστήματος. Θα είναι κουρασμένοι ψυχικά και σωματικά, με πεσμένο το ηθικό, με διαψευσμένες τις προσδοκίες για την επιλογή καριέρας και οπωσδήποτε κακοπληρωμένοι. Οι δεύτεροι, οι ασθενείς δηλαδή, θα χρειάζεται μες στην αγωνία τους να διαχειριστούν και τον συνδυασμό των παραπάνω, που ακούγεται επικίνδυνος και εν δυνάμει καταστροφικός. Και όλα αυτά σε ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας, το περίφημο NHS, στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Ο δεύτερος άξονας συνοψίζεται στο σύνθημα Save Our NHS. Μια αφηρημένη προτροπή, ένα ασαφές και γενικό πρόταγμα που χρησιμοποιείται το ίδιο εύκολα από τον ανθρωπιστή γιατρό ως τον ακροδεξιό του UKIP που θεωρεί ότι η "λαθρομετανάστευση" ρημάζει το σύστημα υγείας. Ένα σύνθημα κενό που αδυνατεί να δώσει ουσιαστική έκφραση απέναντι στη πραγματική απειλή, την ανεξέλεγκτη και σαρωτική πολιτική λιτότητας και περικοπών. 

Ο πρώτος άξονας επιτέλους κινητοποίησε τον ιατρικό κλάδο. Έστω και αν αυτό έγινε ακριβώς όταν και διότι θίχτηκαν τα συντεχνειακά αιτήματα αυτού του κλάδου. Έγινε και και το αποτέλεσμα είναι ότι ο κλάδος ξύπνησε από το λήθαργο του επαγγελματικού καθωσπρεπισμού του. Και έβαλε στο επίκεντρο και το ζήτημα της σωτηρίας του NHS. Που στο μεταξύ και σε όλο το προηγούμενο διάστημα αφήνονταν σε μια σκόπιμη υποχρηματοδότηση, κάθετη πτώση της ποιότητας υπηρεσιών, οριζόντια κατάργηση σημαντικότατων άλλων, έμμεση και κατά περιπτώσεις κραυγαλέα ιδιωτικοποίηση μερικών που αφήνουν σημαντικότατο κέρδος για τον ιδιώτη (πχ καρκίνος, διαβήτης, ψυχική υγεία), και συνεχή δυσφήμιση από τα πρόθυμα αγγλικά ΜΜΕ. Χρειάστηκε το NHS να φτάσει στο παραπέντε ώστε η σωτηρία του να ενταχθεί στην αιτηματολογία του ιατρικού κλάδου που το υπηρετεί. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η αντιπαράθεση γίνεται προσωποποιημένη, ενάντια στον υπουργό υγείας Jeremy Hunt. Λογικό, αν αυτή η αντιπαράθεση όμως δεν περιοριζόταν σε μια ρητορική ότι ο υπουργός είναι ψεύτης και συκοφάντης ή ότι ξαφνικά τρελάθηκε και τα έβαλε με τους γιατρούς. Η αντιπαράθεση επίσης γίνεται με ανταλλαγή επιστολών και με αναζήτηση στοιχείων και ερευνών που ανατρέπουν τα δικά του στοιχεία και έρευνες. Με σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία του και το προσωπικό, πολιτικό του κύρος. Λογικό, αν το παραπάνω δεν είναι παρά μια ωραιότατη αντιπαράθεση στο πεδίο βολής της ίδιας της κυβέρνησης, στο γήπεδό της, στον χώρο που μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε εργαλείο στην οπλοθήκη της, από το ψέμα ως τη συκοφάντηση των ΜΜΕ. Και μιας και αναφέρομαι στα ΜΜΕ, χαρακτηριστικά, την ίδια στιγμή που η διαδήλωση δονούσε το κέντρο του Λονδίνου, εκατομμύρια κάτοικοι της Βρετανίας δέχονταν στο κινητό τους ειδοποίηση από το application του έγκριτου Guardian για την "έκτακτη είδηση" ότι 38% των ερωτηθέντων μιας κάποιας έρευνας είναι δυσαρεστημένοι από το επίπεδο υπηρεσιών υγείας του NHS το σαββατοκύριακο. Είναι ολοφάνερο ότι η μάχη είναι εξαιρετικά άνιση για να κριθεί στο πεδίο που ορίζει ο υπουργός. Και ότι η άλλη πλευρά θα χρησιμοποιήσει μεθοδικά ό,τι μέσο διαθέτει για να κερδίσει.

Σε όλο το παραπάνω, θεωρώ ότι δεν έχει τεθεί το κατάλληλο πολιτικό πλαίσιο για να δοθεί η μάχη. Μια ουσιαστική ανάδειξη και κριτική της πραγματικής φύσης της πολιτικής που ασκείται στο τομέα της υγείας και πρόνοιας σε αυτή τη χώρα και βέβαια στις ξεκάθαρες προθέσεις της. Στη διαμαρτυρία των γιατρών και των συνδικαλιστικών τους οργάνων δεν αγγίζεται καθόλου η ουσία των αποφάσεων της κυβέρνησης: η λιτότητα δηλαδή, η περικοπή, η μείωση των δαπανών και μεγιστοποίηση του κέρδους, η ιδιωτικοποίηση του αγαθού της υγείας, η υπονόμευση της δημόσιας και δωρεάν φύσης της, η αλλοίωση των σχέσεων εργασίας, η εξόντωση και εξαθλίωση του επιστημονικού-εργατικού δυναμικού στο όνομα του κέρδους. Ένα σύστημα υγείας δηλαδή έρμαιο του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Η κοινή γνώμη, οι ίδιοι οι χρήστες των υπηρεσιών που βρίσκονται υπό κατάρρευση δηλαδή, οι ασθενείς αυτών των γιατρών αφήνονται με την εντύπωση της συντεχνιακής μάχης και της ασάφειας του save our NHS. Αν και κάθε μελέτη πλέον καταδεικνύει τη συσχέτιση λιτότητας και κακής υγείας, περικοπών και πτώσης της ποιότητας των υπηρεσιών, φτωχοποίησης και θνησιμότητας, οι ίδιοι οι γιατροί αδυνατούν στη μάχη τους να κάνουν αυτό που μαθαίνουν να κάνουν καλύτερα από κάθε τι: την ορθή χρήση των δεδομένων των ερευνών τους. Στη προκειμένη περίπτωση την κοινωνικοποίηση του δεδομένου ότι η λιτότητα σκοτώνει.

Δεν αποβλέπω, ούτε ελπίζω βέβαια στη ραγδαία πολιτική ριζοσπαστικοποίηση των συναδέλφων μου, μέσω μιας ή δύο διαδηλώσεων. Οι κουβέντες άλλωστε είναι ενδεικτικές. Κάθε απόπειρα εισαγωγής της ιδεολογίας στην συζήτηση για το επίμαχο θέμα, της ανάγκης πολιτικού πλαισίου αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Το άνοιγμα και η συμμαχία με τους ασθενείς κρίνεται από τους περισσότερους -μεταφυσικά σχεδόν- ατελέσφορο. Και το ίδιο το ζήτημα της λιτότητας στην 6η πλουσιότερη οικονομία του κόσμου συνεχίζει με μια αποδοχή σχεδόν νομοτελειακή.


οι πελάτες μας ψώνισαν και αυτό

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

διάβασε και αυτό

AddThis