Η πρόθεση της κυβέρνησης συγκεκριμένα για την ΔΕΗ ήταν γνωστή από καιρό. Η αποφασιστικότητά της για αυτού του είδους τις μεταρρυθμίσεις δεδομένη. Το ιστορικό των ραγδαίων ιδιωτικοποιήσεων εξάλλου υπαρκτό, καταγεγραμμένο, παρόν. Και η χρήση οποιοδήποτε μέσου για την επίτευξη του στόχου βεβαιωμένη από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν και απολύτως προβλεπόμενη: από τη προπαγάνδα των δικών τους μέσων ενημέρωσης και τις αποφάσεις της αστικής δικαιοσύνης, μέχρι την ανήθικη επιστράτευση, και τη βίαιη καταστολή αν χρειαζότανε από τα ΜΑΤ και τις φασιστικές, παρακρατικές τους εφεδρείες.
Ήταν γνωστό λοιπόν τι προγραμμάτιζε η κυβέρνηση για τη ΔΕΗ και προβλέψιμο το πώς θα αποκρινόταν στις αντιδράσεις.
Συνεπώς, πριν ακόμα την απεργία, πριν τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων της ΔΕΗ και των πολιτικών υποστηρικτών της, δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογούσε την αμέλεια, την παράλειψη, το αίσθημα αιφνιδιασμού. Δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογούσε την ανεπάρκεια στην οργάνωση της επιχειρησιακής δράσης στον αγώνα κατά της συγκεκριμένης ιδιωτικοποίησης. Την καθυστέρηση στη δημιουργία του μετώπου δράσης, τη μη διάχυσή του στη κοινωνία. Δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογούσε την μη έγκαιρη ενημέρωση της κοινωνίας, την μη έγκυρη δημιουργία του πανίσχυρου κοινωνικού αναχώματος αυτής της μεγάλης μάχης. Και επίσης, τίποτα που να μην επέβαλλε την προληπτική δράση της ίδιας της επιχείρησης, με βάση το κοινωνικό της ρόλο για τον οποίο καλούμαστε να παλέψουμε στο πλευρό της, να μην κόβει δηλαδή το ρεύμα στις ευάλωτα, φτωχά νοικοκυριά που τα τσάκισε η ραγδαία φτωχοποίηση.
Πριν λοιπόν τον αγώνα, καμιά έγκαιρη οργάνωση, κανένας εκ των προτέρων προγραμματισμός, καμιά ουσιαστική προεργασία, καθόλου προετοιμασία. Όλα έδειχναν πρόχειρα, οργανωμένα στο πόδι, στη στιγμή, σαν το γνωστό και προγραμματισμένο σχέδιο της κυβέρνησης να επρόκειτο για μια απρόβλεπτη συγκυρία.
Στη στιγμή της ίδιας της δράσης: Συνελεύσεις κατόπιν εορτής, εκδρομές πολιτικών αρχηγών και χειραψίες, αναθέσεις αρμοδιοτήτων σε αμφιβόλου πολιτικής και γενικότερης επάρκειας αντιπροσώπους αντί άμεσης συμμετοχικότητας, συνδιαλλαγές με διαπλεκόμενα μέσα ενημέρωσης, προσωπικές αντιπαραθέσεις με τσιράκια της εξουσίας, συνεχές παιχνίδι με τους όρους και στα μέτρα του συστήματος, προσωπική λεονταρισμοί συνδικαλιστών και κροκοδείλια δάκρυα. Η πολιτική κάλυψη της δράσης μέτρια και η κοινωνία σε σύγχυση.
Η μαζική, ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου, στο πρώτο, αποφασιστικό μέτρο από πλευράς της κυβέρνησης δεν θα μπορούσε παρά να είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Μετά τη δράση: Οι εργαζόμενοι υποκύπτουν στον κρατικό εκβιασμό, η αστική δικαιοσύνη τους δένει τα χέρια, η απειλή της απόλυσης, της οριστικής συντριβής κυριαρχεί. Και το σχέδιο Β του ίδιου του αγώνα ανύπαρκτο. Καμιά εναλλακτική δράση, καμιά ανταπάντηση. Μόνο παράλυση. Στο μεταξύ, η πολιτικοποίηση του αγώνα και η ιδεολογικοποίηση της κοινωνίας εξελίσσεται με όρους καθωσπρέπει αστικής δημοκρατίας: εντός του κοινοβουλίου, με ολομέλειες της βουλής και δημοψηφίσματα. Με διαπραγματεύσεις ψήφων, υπολογισμούς αριθμών βουλευτών, συνδιαλλαγές μεταξύ φτηνών προσωπικοτήτων, με ονοματολογίες, μικροπολιτικές. Πρακτικές που η άρχουσα τάξη παίζει στα δάκτυλά της. Η πολιτική δράση που χάνει εντελώς το νόημά της.
Συνοψίζοντας:
Κακή οργάνωση, φτωχή προεργασία, μέτρια δράση, ανύπαρκτος συντονισμός αυτής, μέτρια πολιτική κάλυψη, λίγη κοινωνική συμμετοχή και αλληλεγγύη, ανούσια πολιτική αντίδραση, απουσία σχεδίου Β.
Οι συνέπειες, αναμενόμενες, λογικές μα και εντελώς καταστροφικές:
Καταρράκωση του όποιου κινήματος από μια νέα ήττα και διαιώνιση του αίσθηματος διαρκούς ήττας. Αποθάρρυνση στον κόσμο της εργασίας. Απώλεια του δίκαιου του αγώνα. Απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος στο περιεχόμενο του αγώνα. Απελπισία. Αβοηθησία. Εμβάθυνση στην απολιτικοποίηση. Απόσταση. Αποϊδεολογικοποίηση. Ψυχολογικό πλεονέκτημα σε μια φρικτή κυβέρνηση μαριονετών.
Βρισκόμαστε στον τέταρτο χρόνο του μνημονίου και στον έκτο μιας πρωτοφανούς και ραγδαία επιδεινούμενης κρίσης, όπου τίποτα δεν έχει μείνει ακέραιο.
Αδυνατούμε ακόμα και την πιο κρίσιμη στιγμή να μάθουμε από τα λάθη μας, παραμένουμε ανήμποροι στο να αξιοποιήσουμε την εμπειρία μας, να κατανοήσουμε τις συνθήκες των διαδοχικών ηττών μας και να τροποποιήσουμε τους τρόπους της δράσης μας και αντίδρασης. Μα πάνω απ' όλα δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να επιτύχουμε στοιχειώδη οργάνωση. Και δεν αναφέρομαι στην πολιτική οργάνωση, δηλαδή στη συστηματική δουλειά της μετατροπής μιας άγουρης κοινωνικής μάζας σε τάξη και την ώθησή της μακριά από τον εύκολο δρόμο του φασισμού και της αποϊδεολογικοποίησης. Αναφέρομαι στην οργάνωση μιας δράσης, ενός πολιτικού συμβάντος, ενός πολιτικού/κοινωνικού γεγονότος, που να αφορά τα εργατικά στρώματα και όσους πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης και να ενθαρρύνει τη μαζική συμμετοχή τους. Αυτό, μισή δεκαετία φτωχοποίησης αργότερα δεν το έχουμε καταφέρει, παρά τις εκλογικές νίκες ενός κομματιού της αριστεράς και παρά τη μερική ριζοσπαστικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας.
Σε στιγμές πλήρους κρίσης, στην κορύφωση της επίθεσης από την άρχουσα τάξη και τα τσιράκια της, στη κήδευση κάθε μορφής κοινωνικής δικαιοσύνης, σε αυτή την κατάσταση απόλυτης έκτακτης ανάγκης, κάθε πολιτική μας σκέψη, κάθε πολιτική μας δράση, κάθε μας κίνηση στην υπεράσπιση του δικαίου, του κοινωνικού πλούτου, της ίδιας της εργασίας, της ζωής βρίσκεται περιχαρακωμένη πίσω από την αστική νομιμότητα, αγκυλωμένη σε πολιτικούς καθωσπρεπισμούς, ταπεινωμένη σε φτηνές συνδιαλλαγές. Κείτεται παράλυτη, νεκρωμένη, εξαναγκασμένη στον θρίαμβο ενός συμπαγούς, συνεπούς ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Για πόσο ακόμα;