Ιδού μερικές από τις σκέψεις που κατέγραψα κατά τη σαββατιάτικη διαδήλωση του Λονδίνου και που επεξεργάστηκα μόλις καταλάγιασε ο ενθουσιασμός.
Μεγάλη ήταν η αντίδραση της βρετανικής αριστεράς για τη συγκεκριμένη διοργάνωση. Ο πρόεδρος της TUC (της διοργανώτριας αρχής, της αντίστοιχης ΓΣΕΕ) κατηγορήθηκε σφοδρά για αγαστή συνεργασία με τους εργατικούς και ήπια αντιπολίτευση στο καταρράκτη περικοπών που εξειδικεύεται εδώ και μήνες η κυβέρνηση των συντηρητικών. Η απόφαση για δράση 5 ολόκληρους μήνες μετά από την "προθέρμανση" των φοιτητικών διαδηλώσεων του περασμένου χειμώνα δικαιολογήθηκε από την ακραία επίφαση της αναγκαιότητας να νιώσουν οι πολίτες τις περικοπές στο πετσί τους. Οι αριστερές δυνάμεις την ανέχτηκαν και επιδοκίμασαν τη συμμετοχή χωρίς να μπορούν να πράξουν και διαφορετικά. Κάθε ομοιότητα με ελληνικές περιστάσεις είναι κάτι περισσότερο από μη συμπτωματική.
Δεν υπήρχαν μπλοκ. Δεν υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές. Δεν υπήρχαν καταναγκαστικές παρατάξεις πίσω από πανό. Το πλήθος κινούνταν μαζικά, ελεύθερα, χωρίς γραμμές, έμοιαζε με ατελείωτο ανθρώπινο ποταμό που όσο και να προσπαθούσε να πυκνώσει εξακολουθούσε τεράστιος. Πρακτικά δε θα μπορούσε να ελεγχθεί αν αποφάσιζε να ξεχειλίσει και αυτό ήταν γνωστό στις αρχές που κινήθηκαν αναλόγως.
Το ταξικό στοιχείο ήταν έντονο. Μα η εκπροσώπηση των τάξεων χαρακτηριστική. Δεν πιστεύω πως οφειλόταν στο συγκεκριμένο κομμάτι της πορείας στο οποίο τυχαία εντάχθηκα, θεωρώ πως έτσι ήταν ολόκληρη η διαδήλωση. Η εργατική τάξη (που είναι ακόμα έντονη η παρουσία της στη βρετανική κοινωνία) ίσως να είχε υπερκαλυφθεί πληθυσμιακά από τη μεσαία τάξη (που και αυτή στέκει ξεχωριστά ακόμα). Οι μετανάστες και οι μειονότητες ήταν ανύπαρκτες. Οι black Carribeans και black Africans, οι Asian και οι Ινδοί, όλοι τους κατεξοχήν κομμάτια της εργατικής τάξης πλέον, δεν υπήρχαν πουθενά. Όσοι επιβιώνουν με επιδόματα, άνεργοι, ασθενείς, πρόσφυγες, ανύπαντρες μητέρες, οι πρώτοι που θα πληγούν από τις περικοπές, λες και δεν υπήρξαν ποτέ στην αγγλική κοινωνία. Στη διαδήλωση κυριαρχούσαν οι λευκοί-white british μεσαίας και ανώτερης μόρφωσης. Η ηλιακή κατανομή ήταν μοιρασμένη. Αν και η διαδήλωση ήταν αρχικά μια ακόμα αντεπίθεση των νεαρών φοιτητών και των μαθητών απέναντι στις περικοπές στη παιδεία, ο χαρακτήρας της διαδήλωσης έγινε πανεύκολα πανεργατικός, αν και το τελευταίο με βάση τα παραπάνω δεν είναι το καταλληλότερο επίθετο και χωρίς αμφιβολία παν-ηλικιακός.
το πανό των ινδών εργατών το κρατούσαν δύο, οι υπόλοιποι οκτώ που κατάφερα να μετρήσω χάθηκαν μες στο πλήθος |
Η ποιότητα της συμμετοχής του μισού εκατομμυρίου είχε το εξής παράδοξο: έμοιαζε με γιορτή, με ένα κινητό φεστιβάλ. Μουσικές, κάθε σωματείο είχε δική του κονσόλα με ντι-τζέι, μπάντες έπαιζαν, μασκαρεμένοι, πολύχρωμοι πικετοφόροι, ζογκλέρ, χορευτές, άνθρωποι να διασκεδάζουν και να χαμογελούν. Αυτό από τη μία πλευρά. Γιατί από την άλλη οι ίδιοι διαδηλωτές εκδήλωναν και μια επικίνδυνη ανησυχία σχετικά με τη τάξη και μη παρεκτροπή της πορείας. Η επιθυμία τους να μη συμβούν επεισόδια ήταν σχεδόν εμμονική. Η τρομοκράτηση που βίωσαν κατά τις φοιτητικές διαδηλώσεις τους έκανε να πατούν σχεδόν στις μύτες των ποδιών τους. Υπήρχε ρυθμός, υπήρχε ένταση αλλά ταυτόχρονα και μια λανθάνουσα πολιτική κατάθλιψη, μια ιδεολογική επιβράδυνση που για ένα Έλληνα συνηθισμένο στην ακατάπαυστη συνθηματολογία και τη βραχνάδα του τέλους της διαδρομής η διαδικασία φάνταζε ως συμμετοχή σε πολιτικό ρέκβιεμ.
Η αγγλική αστυνομία έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική ομάδα της αγγλικής κοινωνίας: να προσφέρει υπηρεσίες απόλυτα φιλικές, ολοκληρωτικά οργανωμένες, σχεδόν εξοργιστικά τέλειες. Ταγμένοι στο καθήκον της ασφάλειας, της τάξης και της ομαλής διεξαγωγής και πιο ευαίσθητοι από ποτέ στο δικαίωμα της εκδήλωσης της αντίθετης γνώμης, οι μπάτσοι χαμογελούσαν, ανταποκρινόταν, έδιναν ακριβείς πληροφορίες, προσέφεραν ενημέρωση, βοηθούσαν τους ηλικιωμένους, χαιρετούσαν τα παιδιά, έδιναν φιλικά το χέρι στη νεολαία και μερικοί από αυτούς -παραβιάζοντας το πρωτόκολλο- ακολουθούσαν πονηρά το ρυθμό των τυμπάνων, λες και θα συμμετείχαν και οι ίδιοι σε αυτό το πανηγύρι αν δεν ήταν τόσο συγκινητικά αφοσιωμένοι στο καθήκον. Και έτσι, τόσο όμορφα, τόσο οργανωμένα, κανείς δε θα μπορούσε να ξεφύγει από το προκαθορισμένο πλαίσιο, με κανένα τρόπο δε σε άφηναν να κατανοήσεις την ανάγκη κάτι τέτοιου. Και όσοι το αποτόλμησαν, έχοντας έστω μια ελαφρά υποψία, γνώρισαν το εντύπωμα της βαριάς μπότας που υπάρχει πάντα για να υπενθυμίζει πως είναι κανείς τόσο ελεύθερος όσο του επιτρέπουν οι αλυσίδες του.
Η αγγλική αστυνομία έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική ομάδα της αγγλικής κοινωνίας: να προσφέρει υπηρεσίες απόλυτα φιλικές, ολοκληρωτικά οργανωμένες, σχεδόν εξοργιστικά τέλειες. Ταγμένοι στο καθήκον της ασφάλειας, της τάξης και της ομαλής διεξαγωγής και πιο ευαίσθητοι από ποτέ στο δικαίωμα της εκδήλωσης της αντίθετης γνώμης, οι μπάτσοι χαμογελούσαν, ανταποκρινόταν, έδιναν ακριβείς πληροφορίες, προσέφεραν ενημέρωση, βοηθούσαν τους ηλικιωμένους, χαιρετούσαν τα παιδιά, έδιναν φιλικά το χέρι στη νεολαία και μερικοί από αυτούς -παραβιάζοντας το πρωτόκολλο- ακολουθούσαν πονηρά το ρυθμό των τυμπάνων, λες και θα συμμετείχαν και οι ίδιοι σε αυτό το πανηγύρι αν δεν ήταν τόσο συγκινητικά αφοσιωμένοι στο καθήκον. Και έτσι, τόσο όμορφα, τόσο οργανωμένα, κανείς δε θα μπορούσε να ξεφύγει από το προκαθορισμένο πλαίσιο, με κανένα τρόπο δε σε άφηναν να κατανοήσεις την ανάγκη κάτι τέτοιου. Και όσοι το αποτόλμησαν, έχοντας έστω μια ελαφρά υποψία, γνώρισαν το εντύπωμα της βαριάς μπότας που υπάρχει πάντα για να υπενθυμίζει πως είναι κανείς τόσο ελεύθερος όσο του επιτρέπουν οι αλυσίδες του.