Ο Βασίλης Αλεξάκης ανήκει εδώ και χρόνια στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Η ευρύτερη θέση και στάση του στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα έχει πάντα βαρύνουσα σημασία για μένα ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν συμφωνώ πλήρως με αυτή. Στα κείμενά του, και όχι μόνο στα μυθιστορήματα, η λέξη, η μνήμη, η ιστορία, η μετανάστευση, η πατρίδα, η ταυτότητα έχουν κεντρική σημασία. Όταν διαβάζω τα κείμενά του, πολλές φορές έχω βρει τον εαυτό μου να επεξεργάζεται μια ιδιότροπη ταύτιση όχι τόσο με τον ήρωα αλλά με το πρόσωπο-συγγραφέα που αναγκάζει τον ήρωα να αντιπαλέψει με τις έννοιες αυτές.
Έπεσα πρόσφατα πάνω ένα άρθρο για τον Αλεξάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών. Όλο το άρθρο βρίσκεται εδώ. Σε αυτό στάθηκα σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι:
«Οταν ζεις από το 1969 στο Παρίσι, η Ελλάδα γίνεται μια μυθική χώρα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα της κρίσης προσγειώθηκα στην πραγματικότητα. Κατάλαβα ότι η χώρα δεν είναι αυτό που νόμιζα εγώ όταν έκανα μπάνια τα καλοκαίρια στην Τήνο. Γνώρισα όμως και μια κυρία 105 χρόνων, τη Λιλή Αλιβιζάτου -σύζυγος γιατρού και αδελφή του Γιώργου Θεοτοκά-, με την οποία κλείνει το βιβλίο. Αυτή μου είπε: “Αφού θα μιλήσετε για τον τόπο μας, κάντε το με γλυκύτητα, με κατανόηση, μη μας ταπεινώσετε”. Ετσι, νιώθω υποχρεωμένος να είμαι αισιόδοξος... Ασφαλώς, ζούμε πολύ δύσκολα χρόνια, βλέπω την κατάθλιψη των φίλων, είναι στιγμές που νομίζεις ότι έχουμε χάσει τον ελληνικό ήλιο, αλλά παραμένω αισιόδοξος. Από αγάπη για την Ελλάδα», τονίζει. «Είναι μια χώρα όπου γυρίζεις, παρά φεύγεις».
Υπήρξε μια πρόταση στο παραπάνω απόσπασμα που κέντρισε την προσοχή μου. Ήταν τα λόγια της Λιλής Αλιβιζάτου. Ειδικά η παράκληση για κατανόηση, η ελπίδα της μεταχείρισης με γλυκύτητα, η προτροπή της αποφυγής της ταπεινώσης. Σαν όλος αυτός ο βόρβορος να έχει κρύψει κάτι, λες και κάτω από τη βρωμιά να υπάρχει ακόμα περιθώριο για οξυγόνο. Μη μας ταπεινώσετε. Το δικαίωμα της αξιοπρέπειας που εξέπεσε από αντικείμενο πάλης και μετατράπηκε στο ζητούμενο μιας προτροπής. Βγαλμένο από τα χείλη μιας υπεραιωνόβιας αστής. Μη μας ταπεινώσετε. Μη μας φωτίσετε -θα έλεγα εγώ συνεχίζοντας το σκεπτικό της- το προσωπείο μας, τον πολιτισμό μας, τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδύναμους, στους ευάλωτους, σε αυτούς που βρίσκονται σε ανάγκη.
Ο Βασίλης Αλεξάκης απαντά σε αυτή τη προτροπή με συμπάθεια. Γίνεται μάρτυρας της κατάθλιψης αλλά επιμένει στην αισιοδοξία. Η αισιοδοξία, μια πολύπλοκη νοητική στάση επιπλεγμένη από συναισθηματικές και γνωσιακές καταστάσεις, μετατρέπεται μπρος στην συγκεκριμένη προτροπή σε υποχρέωση. Σε καταναγκασμό. Θα ήθελα να ρωτήσω τον Αλεξάκη περισσότερα γι' αυτό, θα ήθελα να μου το εξηγήσει. Γιατί αισιοδοξία; Και γιατί επιβολή της αισοδοξίας; Διότι, μέσα σε αυτήν την επιβολή, σε αυτόν τον καταναγκασμό, εγώ βλέπω την άρνηση του θυμού, της οργής. Βλέπω την σκόπιμη εξαφάνιση της θλίψης, της απώλειας. Σαν αυτά τα συναισθήματα να μη μπορούν να κρατηθούν μέσα μας σαν κοινωνία. Σαν να απαγορεύεται να παραμένουν εντός μας, να μην επιτρέπεται να γίνουν το αντικείμενο επισκόπησης, ενδελέχειας, (αυτο)κριτικής. Σαν να πρέπει ντε και καλά να τα ξεφορτωθούμε, να τα απορρίψουμε, να τα αντικαταστήσουμε με το έτσι θέλω με μια αισιοδοξία.
Ο ήλιος της Ελλάδας είναι όντως υπέροχος αλλά δεν φτάνει. Μέσα από αυτού του είδους την καταναγκαστική αισιοδοξία, η δημιουργική ισχύς πολύ δύσκολων συναισθημάτων χάνεται. Η κατανόηση που η κυρία Λιλή ζητά από τον Βασίλη Αλεξάκη είναι πράγματι μια σπουδαία αρετή, απαραίτητη για την ανοικοδόμηση μιας τσακισμένης κοινωνίας. Μα για να υπάρξει κατανόηση χρειάζεται αυτή να ζυμωθεί από την επαφή με τη θλίψη. Η γλυκύτητα που η κυρία Λιλή ζητά από τον Βασίλη Αλεξάκη είναι χωρίς αμφιβολία ζωογόνος δύναμη στη μιζέρια των χρεωμένων ανθρώπων. Αλλά χρειάζεται πρώτα να πλαστεί ξανά απ' τον θυμό. Και η αξιοπρέπεια αντί της ταπείνωσης που η η κυρία Λιλή ζητά από τον Βασίλη Αλεξάκη χρειάζεται και αυτή να ξαναπάρει σχήμα απ' την οργή και την απώλεια.
Και αν συμβούν όλα αυτά, δεν είναι η αισιοδοξία αυτό που προκύπτει, αλλά η αποδόμηση της απελπισίας. Η ίδια η ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
έχεις κάτι να προσθέσεις;