22.7.11

αναμνήσεις από τη διαδήλωση στη Γένοβα το 2001 (μέρος 4)

Επιστρέφοντας ενθουσιασμένοι στον καταυλισμό, τρεις συνδιαδηλωτές και εγώ είχαμε την φαεινή ιδέα να τον εγκαταλείψουμε για να πιούμε κάπου μια μπύρα. Πήραμε λοιπόν ένα κεντρικό δρόμο και ανεβήκαμε σε ένα ύψωμα με πανοραμική θέα τη Γένοβα. Καλά ήταν αλλά όχι τη στιγμή που στην υπόλοιπη πόλη εξελισσόταν ένα πανδαιμόνιο βίας και αστυνομικής καταστολής. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε κάποιο μπαρ και τελικά αρκεστήκαμε σε μια καντίνα και μερικά τενεκεδάκια. Δίπλα μας τα ασθενοφόρα επιτάχυναν σαν σίφουνες και οι σειρήνες τους ήταν τόσο δυνατές όσο και οι σειρήνες των περιπολικών. Όσο μας επιτρεπόταν από το βόμβο των ελικοπτέρων μπορούσαμε να ακούσουμε κάποια φίνα ιταλικά τραγουδάκια από το περίφημο radio Monte Carlo που σαν σε σουρεαλιστικό πανηγύρι ακουγόταν από τα ξεχαρβαλωμένα ηχεία της καντίνας που σχεδόν παράλογα παρέμενε ανοιχτή. Ώσπου σε ένα ντικρεσέντο της μουσικής καταλάβαμε πως η όλη υπόθεση «μπύρα στη λεηλατημένη Γένοβα» ήταν μόνο ιταλική φαρσοκωμωδία και αποφασίσαμε την επιστροφή στον καταυλισμό. 


Στον καταυλισμό η ατμόσφαιρα δεν ήταν ίδια με την απογευματινή του υποτιθέμενου θριάμβου και ένα τενεκεδάκι μπύρας προφανώς δεν την έκανε καλύτερη. Στο κομμάτι της ελληνικής πλευράς που εγώ είχα στρατοπεδεύσει κυριαρχούσε με μια λέξη ο φόβος. Το σκοτάδι είχε ήδη κιόλας πέσει και ο φόβος μεγάλωνε. Το ελικόπτερο πετούσε ολοένα και πιο χαμηλά και ο ισχυρός προβολέας του στόχευε έναν-έναν καθέναν από μας. Η συνοχή των διαδηλωτών που ήταν τόσο έκδηλη ολόκληρη την ημέρα έδειχνε χαλαρωμένη και ο καθένας διέδιδε τη κάθε πληροφορία με τον δικό του υποκειμενικό τρόπο. Έτσι το εδικό βάρος σε οτιδήποτε λεγόταν γιγαντωνόταν και ο μοναδικός τρόπος να παραμείνεις ψύχραιμος ήταν να μην ακούς κανέναν. Το πλήθος και η κοινή γλώσσα εξασφάλισαν με επιτυχία το αδύνατο στη προηγούμενη πρόταση. Μία ήταν η βασική φημολογία που διαδιδόταν αστραπιαία στο πάρκινγκ-καταυλισμό μας ανεξαρτήτου γλώσσας: ότι επίκειται ανήλεη επίθεση μπάτσων, μαζικό ξυλοκόπημα και συλλήψεις μέσα στο δικό μας καταυλισμό. Και το σούσουρο και η αγωνία έκαναν τη φημολογία βεβαιότητα. Η συνεχής διάβαση περιπολικών και λεωφορείων των καραμπινιέρων στη λεωφόρο μπρος από το πάρκινγκ εξέτεινε τη φημολογία, ο κινητήρας του ελικοπτέρου από πάνω μας τη παραμόρφωνε και οι σειρήνες των ασθενοφόρων την εκτόξευαν στη τροχιά της διεστραμμένης φαντασίας. Τα χαρτιά υγείας των κατασκηνωτών λιγόστευαν επικίνδυνα και οι ουρές στις χημικές τουαλέτες μεγάλωναν αναλόγως του φόβου. Σε μια γωνιά του καταυλισμού όπου είχαν κατασκηνώσει οι αναρχικές ομάδες καλλιεργήθηκε η ιδέα του αντί να μπουν αυτοί να βγούμε εμείς. Της αντεπίθεσης ως η καλύτερη άμυνα. Η ιδέα φαινόταν αποθαρρυντική αναλογιζόμενος κανείς τον συσχετισμό δυνάμεων και από μένα εντελώς απορριπτέα. Κανείς δεν έδωσε σημασία στη γνώμη μου βέβαια που διατυπώθηκε όσο περίμενα υπομονετικά στην ουρά της τουαλέτας. Ευτυχώς και μερικοί ακόμα συμμεριζόταν την ίδια γνώμη και μόλις ξεμπέρδεψαν απ’ την ουρά τη διατυμπάνισαν επίμονα. Και όπως φαίνεται η λογικοφάνειά της αποδείχθηκε με περιεχόμενο. Γερμανοί αναρχικοί του ίδιου καταυλισμού που αποφάσισαν να βγουν δεν ξαναγύρισαν εκείνη τη νύχτα. 

Όπως συμβαίνει σε καταστάσεις κρίσης, το πλήθος σύντομα άρχισε να αναζητεί κάποιον με ηγετικές ικανότητες. Εγώ περιορίστηκα σε μια νεαρή γιατρό η οποία οργάνωνε στη πραγματικότητα το ψυχισμό μας (μιας και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να οργανώσει) με αποφασιστικότητα. Τα συναισθήματά μου για εκείνη είχαν γίνει σχεδόν μητρικής ανάγκης. Μα και αυτή περίμενε την ηγετική πρωτοβουλία από αλλού. Στον καταυλισμό υπήρχε και μια κυρία που ήταν πρώην Ευρωβουλευτής του Συνασπισμού. Μοιραία πολλοί στράφηκαν πάνω της για πρωτοβουλίες. Αναρωτιέμαι αν ήταν μια ακόμα παραμορφωμένη διάδοση αλλά ελέχθη (και αν διαβάζει έτσι for all time sake θα ήθελα να το επιβεβαίωνε) ότι η συγκεκριμένη μίλησε τηλεφωνικά με το προξενείο στο Μιλάνο και το προξενείο με τον έλληνα υπουργό εξωτερικών και από τον τελευταίο επήλθε η διαβεβαίωση ότι όσο η ελληνική αποστολή παρέμενε εντός του καταυλισμού δε διέτρεχε το παραμικρό κίνδυνο. Πολλοί κάγχασαν με το παραπάνω σχέδιο και αναδρομικά κοιτώντας το θα ήθελα πολύ να βρισκόμουν ανάμεσα σε αυτούς δεδομένου ότι ο τότε υπουργός εξωτερικών ήταν η αυτού μεγαλειότης Γεωργάκης Ανδρέα Παπανδρέου. Το αίσθημα της ασφάλειας στο μάξιμουμ δηλαδή. 

Έχοντας απολέσει και τη τελευταία ελπίδα περπάτησα προς τη πλευρά της θάλασσας. Μεγάλοι βράχοι σχημάτιζαν ένα κυματοθραύστη ο οποίος κάτω από το φως του προβολέα του ελικοπτέρου δάμαζε δυναμικά τα κύματα, ώστε υπό το καθεστώς του φόβου να μπορούσε να εμπνεύσει μια γερή διάρροια αν είχες καταναλώσει νωρίτερα κινέζικο. Καν αν ακόμα θα μπορούσε ένα ίχνος ομορφιάς να αναδειχθεί στο συγκεκριμένο τοπίο σε ένα τέτοιο αναβρασμό αδρεναλίνης, η διάδοση ότι ειδικές δυνάμεις μπάτσων θα ξεφυτρώνανε όπου να ΄ταν από τη θάλασσα συνέτεινε ανεπανάληπτα στην γενικευμένη ξενέρα. Μα έπρεπε να ασχοληθώ και με κάτι περισσότερο από αυτό. Ακριβώς απέναντι από το καταυλισμό, σε ένα λόφο, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Την ίδια στιγμή δεκάδες περιπολικά και ασθενοφόρα κινήθηκαν προς τα εκεί και πολύ σύντομα κραυγές και ουρλιαχτά ανθρώπων παρασύρθηκαν από τον άνεμο μέχρι τα μέρη μας. Ποτέ στη ζωή μου μέχρι τότε δε είχα αισθανθεί τόση ανακούφιση που δε βρισκόμουν σε ένα μέρος. Δεν ήξερα τι ήταν, δεν ήξερα τι γινόταν αλλά ό,τι ακουγόταν το έκανε αποκρουστικό. Την επόμενη μέρα έμαθα ότι ό,τι ακουγόταν μέχρι σε μας ήταν το αποτέλεσμα της ασύλληπτης βίας που είχε ασκηθεί όταν οι δυνάμεις καταστολείς είχαν μπουκάρει στο σχολείο που εδραζόταν η ομάδα των ανεξάρτητων δημοσιογράφων και του indymedia και είχαν προκαλέσει το διαβόητο μακελειό στο σχολείο Diaz. Και τότε ο παιδικός μου φίλος έβαλε τη δική του κραυγή που ήταν κατανοητή και παρατεταμένη: «Ε όχι», είπε, «ε όχι, δε γίνεται, δε γίνεται, έβγαλαν τα τανκς!». Γυρίσαμε οι γύρω του προς τη πύλη του πάρκινγκ περιμένοντας την εισβολή των τεθωρακισμένων. Είδαμε μερικές αστυνομικές ερπύστριες να περνούν απ’ έξω μαρσάροντας και τρομοκρατώντας. Δε μπούκαραν αλλά έκλεισαν για τα καλά με τον όγκο τους τη έξοδο και διέκοψαν κάθε σκέψη για αντεπίθεση. Ήμασταν περικυκλωμένοι και στο έλεος των δυνάμεων της καταστολής. 




 Ώσπου τότε πήρα τη μεγάλη απόφαση: δώρισα γενναιόδωρα το τελευταίο χαρτί υγείας στους συντρόφους μου, τους αποχαιρέτισα έναν-έναν δια χειραψίας και χαμόγελου, ξεδίπλωσα το σλίπινγκ μπαγκ, το έστρωσα στο τσιμέντο, χώθηκα μέσα σ’ αυτό και σήκωσα το φερμουάρ μέχρι πάνω. Από κει χαμηλά ο προβολέας του ελικοπτέρου φαινόταν εξαίρετο θέαμα. Οι φωνές του κόσμου απαλό τραγουδάκι. Οι σειρήνες των μπάτσων παιδικά ξεφωνητά και των ασθενοφόρων χαρούμενα κλάματα. Οι ανησυχίες του παιδικού μου φίλου έρχονταν πια από μακριά, από την άλλη άκρη του τούνελ. Έκλεισα τα μάτια και αποφάσισα ότι αν σκάσουν οι ειδικές δυνάμεις από τη πύλη του πάρκινγκ, αν ξεβραστούν οι βατραχάνθρωποι απ’ τον κυματοθραύστη, αν ξεπεταχτούν οι αλεξιπτωτιστές από τα ελικόπτερα, εμένα θα με πιάσουν στον ύπνο, σε ένα ύπνο από εκείνους που κάνεις όταν το φόβο τον έχει ολόκληρο μέσα σου και τον πέπτεις, όταν τα μικρά του κομμάτια που είχαν παραλύσει κάθε σου κύτταρο ολοκλήρωναν τη δράση τους και έμεναν πια ανενεργά, αδιάφορα ανενεργά, σχεδόν αστεία. 


Τα ξανάνοιξα όχι από το προβολέα αλλά από τις ακτίνες του ήλιου. Είχε ξημερώσει. Και το ξημέρωμα εκείνο ήταν μοναδικό. Η αίσθηση του μέλει μόνο να περιγραφτεί από ένα συγγραφέα μα και αυτός πώς θα μπορούσε να εισδύσει στα συναισθήματά μου; Σηκώθηκα, τινάχτηκα από τη σκόνη που σήκωνε το ελικόπτερο που δεν έπαψε στιγμή να πετά από πάνω μας και δίπλωσα το sleeping bag. Από δίπλα μου πέρασε ένας τύπος που μοίραζε μια έκδοση της “L'Unità” της παραδοσιακής εφημερίδας της ιταλικής αριστεράς αφιερωμένη στα γεγονότα της Γένοβας και στη δολοφονία Τζουλιάνι. Πήρα μία. Τη ξεφύλλισα και σκέφτηκα ότι θα ήθελα εκείνη τη στιγμή έναν εσπρέσο και ένα κρουασάν. Κίνησα προς τα λεωφορεία που είχαν ήδη παραταχτεί προς αναχώρηση. Μπήκα σε ένα, κάθισα σε θέση και περίμενα. 


Στο πλοίο του γυρισμού υπήρχε ένας ακατανόητος διάχυτος ενθουσιασμός και μια νικηφόρα αίσθηση. Δε τη συμμεριζόμουν καθόλου. Ήμουν άλλωστε απασχολημένος με το να αποδομώ ακόμα το φόβο, να νιώσω τα τελευταία του απομεινάρια και επιβεβαιώσω τη νέα ουδό του μέσα μου. Η Πρωτοβουλία είχε καταλάβει το κεντρικό σαλόνι και σε ανοιχτή συνέλευση πανηγύριζε. Οι αναρχικοί, ενοχλημένοι από την έλλειψη αλληλεγγύης από πλευράς μας στους μαύρους και ξυλοκοπημένους συντρόφους τους, διέκοπταν επίμονα τους πανηγυρισμούς και επενθύμιζαν αυτό που θεωρούσαν στοιχειώδες καθήκον. Ένιωσα ισχυρή συμπάθεια αλλά δε κατάφερα να πάρω το μέρος τους όταν συζητήθηκε έντονα και με πάθος το θέμα της αντεπίθεσης της προηγούμενης νύχτας που δεν έγινε ποτέ. Ένας της πρωτοβουλίας προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα απευθύνεται σε ένα από τους αναρχικούς χρησιμοποιώντας τη προσφιλή προσφώνηση «σύντροφε». Ο αναρχικός, με ένα αποφασιστικό ύφος το διακόπτει θυμίζοντάς του ότι ποτέ δε φάγανε μαζί και δε δικαιούται να τον αποκαλεί έτσι. Ήταν μια αστεία απάντηση που προκάλεσε τη θυμηδία και ελάφρυνε το κλίμα αλλά και που άλλαξε μέσα μου κάτι για πάντα. Θα καταλάβαινα αρκετά χρόνια μετά την επίδραση αυτής της χιουμοριστικής ατάκας. 

Λίγο πριν την είσοδο στα ελληνικά χωρικά ύδατα, οι σύντροφοι, το ίδιο πανηγυρικά και το ίδιο παθιασμένα δε είχαν αφήσει άρωμα για άρωμα στα duty free του καραβιού. Εντός των εγχώριων υδάτων και λίγο πριν την Ηγουμενίτσα το πλοίο σταμάτησε. Μας ενημέρωσαν πως οι ναυτεργάτες στο λιμάνι έκαναν 3ωρη στάση εργασίας και δε θα μπορούσαμε να δέσουμε. Νέο κύμα πανηγυρισμών εξαπλώθηκε στους συντρόφους. Η διαδήλωση στη Γένοβα έκλεισε με μια ακόμα νίκη του εργατικού κινήματος. 

Τέλος των αναμνήσεων. 


Το πρώτο μέρος αυτών, το δεύτερο και το τρίτο 

21.7.11

αναμνήσεις από τη διαδήλωση στη Γένοβα το 2001 (μέρος 3)

Το επόμενο πρωί δε με ξύπνησαν ούτε οι λαμπρές ακτίνες του γενοβέζικου ήλιου, ούτε η καυτή άσφαλτος του πάρκινγκ πάνω στην οποία κοιμήθηκα, ούτε και η αγωνία για τη μέρα που ξεκινούσε. Με ξύπνησαν οι έλικες του ελικοπτέρου που ράπιζαν τον αέρα στη χαμηλή του πτήση πάνω στον καταυλισμό σε μια απόπειρα πιστοποίησης ότι κάθε μας κίνηση βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Μα δε με ένοιαξε αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία πρωινής έγερσης καθώς παρασύρθηκα κατευθείαν από τη ζωντάνια μιας κοινότητας στην οποία αισθανόμουν καλοδεχούμενος. Η ουρά στις χημικές τουαλέτες επιβεβαίωνε με τον τρόπο της την οριστικοποίηση του πρωινού ξυπνήματος και έδινε την ευκαιρία μιας πρώτης επαφής με το χώρο και τους ανθρώπους του. Ο καταυλισμός φαινόταν οργανωμένος και στην αύρα του δε διέκρινα το παραμικρό από την αναταραχή της προηγούμενης νύχτας. Η μισή έκτασή του ήταν κατειλημμένη από τους Γερμανούς διαδηλωτές, στην αντίπερα όχθη ήμαστε οι Έλληνες και διάσπαρτες στις γωνίες διάφορες λοιπές εθνικότητες. Η σκηνή του Μανού είχε κιόλας αποσυναρμολογηθεί κάνοντας το πάρκινγκ να φαίνεται απέραντο. Μεγάλα αντίσκηνα είχαν στηθεί περιμετρικά, με παραμορφωμένα τα σύμβολα των μεγάλων πολυεθνικών και κάτω από αυτά κόσμος προετοιμαζόταν για τη πορεία διορθώνοντας λεπτομέρειες σε πλακάτ, πανώ, σημαίες και μουσικά όργανα. 


Ακολουθώντας το πλήθος που έβγαινε από τις πύλες του καταυλισμού οδηγήθηκα σε μια σειρά από παραλιακά πάρκα όπου νέα αντίσκηνα φιλοξενούσαν φόρουμ και συνελεύσεις. Στάθηκα περισσότερο σε δύο από αυτά: στο πρώτο αναλυόταν η πρόταση «Τόμπιν» για φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών και στο άλλο εξελισσόταν μια συζήτηση για την άρνηση του χρέους των αφρικανικών χωρών. Τις παρακολούθησα και τις δυο υπό τη παραδοχή πως τις πιο πολλές δε θα μπορούσα να τις παρακολουθήσω. Στο μεταξύ ο κόσμος στις παραλιακές λεωφόρους πλήθαινε και οι οργανωμένες ομάδες, με τα χρώματα και τις μουσικές τους, έπαιρναν τη σειρά τους κατά μήκος της πορείας. Κάποιοι Καταλανοί αυτονομιστές συζητούσαν με τους αντίστοιχους της Κορσικής. Από ένα στενό εμφανίστηκε το μπλοκ των κούρδων. Πίσω τους ένα μπλοκ τούρκων κομμουνιστών. Ευτυχής και συμβολική διάταξη. Όπως συνήθως, οι κούρδοι χαμήλωναν τα πρόσωπά τους στη θέα φωτογραφικών και κινηματογραφικών μηχανών, ακόμα δε ξέρω αν ήταν ένα ευγενές πολιτισμικό τους χαρακτηριστικό ή το αποτέλεσμα ενός αγιάτρευτου αισθήματος καταδίωξης. Κρατούσαν μεγάλες φωτογραφίες του Οτσαλάν, και βλέποντάς τους σε μια κατάσταση μόνιμης συναισθηματικής συγκίνησης, παρόλο που το επεξεργαζόμουν διανοητικά δε μπορούσα να απαρνηθώ τα αρνητικά συναισθήματα της σχέσης της εθνικής μου καταγωγής και της κατάδοσης του αρχηγού τους. 

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, με εξαίρεση το ελικόπτερο, η δυνάμεις καταστολής ήταν διακριτικά αφανείς. Μα καθώς η πορεία πύκνωνε, η αντανάκλαση των ηλιακών ακτινών στα κράνη τους πρόδιδε τη παράταξή τους σε παράδρομους, νησίδες, ανισόπεδα, μικρά υψώματα και λοιπές λεπτομέρειες της άστατης αστικής γεωγραφίας της ιταλικής πόλης. Σε κάθε λάμψη κράνους και ασπίδας αντιστοιχούσε και μια κραυγή αποδοκιμασίας ώστε τελικά ο βόμβος ενός πλήθους που ξεκινά να ενθουσιάζεται να δώσει τη θέση του στο αλύχτισμα μιας μάζας που γινόταν εξοργισμένη. Η ψυχραιμία ακόμα κυριαρχούσε αλλά το ήδη δοκιμασμένο ένστικτο επιβίωσης με παρότρυνε να αναπτύξω το βήμα αν ήθελα να ολοκλήρωνα τη μέρα όπως την είχα ξεκινήσει. Αναζητώντας την οικειότητα της ελληνικής γλώσσας βρήκα τα ελληνικά μπλοκ και ενσωματώθηκα κάτω από το πανώ της Πρωτοβουλίας. Μια γλυκιά φοιτήτρια νοσηλευτικής κρατούσε το ένα δοκάρι και εγώ που ουδέποτε υπήρξα τζέντλεμαν δε προσφέρθηκα να τη ξαλαφρώσω από το βάρος, προτιμώντας ένα ανόητο πρόσχημα φτηνής κουβεντούλας. Το προσωρινό σαχλαμάρισμα σταμάτησε μια δημοσιογράφος του Άλφα που διέκοψε απότομα τη πορεία του ελληνικού μπλοκ –γιατί αυτοί εκεί πέρα κάνανε ρεπορτάζ! Στη θέα της σκέφτηκα τη μάνα μου που ίσως να περίμενε να της τηλεφωνούσα για να επιβεβαίωνα τη καλή μου υγεία αλλά η ομαλή μέχρι εκείνη την ώρα πορεία με αποθάρρυνε από το να θυμηθώ ότι σκοπός της τηλεόρασης είναι να τρομοκρατεί τους άμοιρους τηλεθεατές της. Και έτσι την άφησα στο καημό της και την αγωνία – όπως με ενημέρωσε η ίδια κατά την επιστροφή μου. 


Στο μεταξύ το ρεπορτάζ διακόπηκε από μια αναστάτωση που ερχόταν από τα πίσω. Από το ύψωμα που βρισκόμουν διέκρινα καπνούς κάπου προς το τέλος της πορείας και από το σπασμένο τηλέφωνο συνειδητοποίησα ότι η γνωστή τακτική του σπασίματος της πορείας και της μαζικής επίθεσης μπάτσων στην ουρά της είχε μόλις εφαρμοσθεί. Η υπόλοιπη πορεία, ασφαλής στο εναπομείναν μέγεθός της, συνέχισε απρόσκοπτη ίσως επειδή γνώριζε πως ήταν ακόμα νωρίς για να ανησυχήσει για την πλήρη της ακεραιότητα. Το ίδιο και εγώ. Είχα μερικές ώρες ακόμα να περάσω ανέμελα, περπατώντας ανάμεσα σε χιλιάδες, κουβεντιάζοντας με δεκάδες και καταγράφοντας στη μνήμη τις εικόνες μιας πραγματικά ανοιχτής πόλης και τις γραφικότητες που τις ακολουθούσαν. Σε μια απλή παράθεση καταγράφω τα μεγάλα λευκά σεντόνια που κρεμόταν από τα ανοιχτά μπαλκόνια με τα οποία οι κάτοικοι καλωσόριζαν στη πόλη τους τους πολίτες του κόσμου, τους κουβάδες δροσερού νερού με τους οποίους άλλοι κάτοικοι κατέβρεχαν τους διαδηλωτές που διψούσαν για λίγο ακόμα, τις αμέτρητες μπάντες που παιάνιζαν μελωδίες από τραγούδια της επανάστασης μέχρι φελινικά σάουντρακ ασυγκράτητης χαρμολύπης, κλόουν, μασκαράδες, ανθρώπους να χορεύουν και να γελάνε, δέκα διαφορετικούς Πάπες να φωτογραφίζονται, δύο Έλβις Πρέσλευ, δυο-τρεις Μαραντόνα, τον Νίκο Κωνσταντόπουλο τον τότε πρόεδρο του Συνασπισμού και μετέπειτα του Παναθηναϊκού με τη γραβάτα του και τους παρατρεχάμενους να αποχωρίζεται προσωρινά τον ανυπόφορο αστισμό του. Ήταν το «πολύχρωμο, ανομοιογενές» κίνημα ενάντια στη παγκοσμιοποίηση στη μεγαλοπρέπειά του, το «όλοι διαφορετικοί μα όλοι ενωμένοι» σε μια χαρούμενη πράξη. 
Και μέσα στο μέγα πλήθος, στο μέγα χαλασμό, μια παράξενη όαση ξεπρόβαλε από τις νότες και τους αλαλαγμούς. Ένα μικρό μα κραταιό γαλατικό χωριό, με την σφικτή του αλυσίδα, τη πανίσχυρη ομάδα περιφρούρησης. Η πολυμελής αντιπροσωπεία του ΚΚΕ άνοιγε το δρόμο ανάμεσα στις μάζες, περιχαρακωμένη στην εντέλεια μέσα στο δίκιο της, αποφασισμένη μες από την περήφανη απόστασή της, περιφρουρημένη και ξεκάθαρη και πέραν κάθε υποψίας, η πολυμελής αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, το ΚΚΕ, σε αλυσίδα και περιφρούρηση, σε αλυσίδα, σε περιφρούρηση, και όλοι μαζί, η πολυμελής αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, να φωνάζει το σύνθημα που όλους μας ενώνει, μας ενώνει, ενώνει: ΚΚΕ το κόμμα σου λαέ! Το κόμμα σου, λαέ, ΚΚΕ. 

Λίγο πριν ο κεντρικός πυρήνας της διαδήλωσης περάσει τη κόκκινη γραμμή, τη διαχωριστική που κατέδειχνε μέχρι που μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς να παίξουμε το κεφάλι μας, που ήταν όντως κόκκινη και τόσο διαχωριστική που σχεδόν δε φαινόταν από το πλήθος των μπάτσων που τη πατούσαν, που καθόριζε τα σύνορα της non man land στο άλλο άκρο της οποίας οι G8 συνομιλούσαν και αποφάσιζαν για το καλό το δικό μας, λίγο πριν λοιπόν περάσει από κει και κληθεί να αποφασίσει αν η σύναξη 500.000 ανθρώπων είναι όντως ικανή να σταματήσει τη σύναξη οκτώ, συνέβη η πραγματική εξαπάτηση, το colpo grosso. Από το τέλος της ουράς, από εκείνο που είχε απομείνει από την εκκαθάριση του μαύρου μπλοκ το πρωί από τις δυνάμεις καταστολής, ένα μακρόσυρτο βουητό που ακουγόταν χαρούμενο διαδιδόταν. Ήταν σαν ηχητικό κύμα που παρέσερνε και παρακολουθώντας το περίμενες τη σειρά σου για να σε παρασύρει. Μα η αναμονή για το κύμα αυτό ήταν περισσότερο ανυπομονησία, μιας και η ενέργειά του εγκατέλειπε όσους περνούσε με μια απρόσμενη ιλαρότητα, με μια ασυγκράτητη έκφραση επιδοκιμασίας. Ήταν σαν να ζητούσες να λουστείς από αυτό το κύμα. Τι είχε συμβεί; Γιατί χαίρονταν έτσι όλοι. Σύντομα το κύμα με έλουσε και μένα. Έμαθα αυτό που είχε συμβεί. Η σύνοδος, η περίφημη σύνοδος των G8 είχε ματαιωθεί. Η μεγάλη διαδήλωση της Γένοβας είχε ματαιώσει τη σύνοδο των G8. Τι ευτυχία, τι χαρά, τι μεγάλο ψέμα, τι μεγάλη απάτη!! Ακόμα και όταν αντιλαμβάνεσαι το αδιανόητο της είδησης προτιμάς να αφεθείς στη χαρούμενη αγκαλιά του πλήθους καθώς μόνο έτσι δε θα αισθανθείς απελπιστικά μόνος στη διάψευσή της. Και περπατώντας, ένα με το πλήθος, ενθουσιασμένος όντας το πλήθος, χρειάστηκε να διανύσω αρκετά ακόμα χιλιόμετρα για να υποψιαστώ τη κομπίνα, μα και να διανύσω και κάμποσα ναυτικά μίλια στην Αδριατική για να την εμπεδώσω. Κανείς δεν ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η είδηση αυτή δεν ήταν σπασμένο τηλέφωνο. Και οι περισσότεροι γύρω μου αποφάσισαν προσωρινά να τη δεχτούν ως αληθινή. Γιατί, ούτε twitter υπήρχε τότε ούτε άμεσο ίντερνετ μέσω τηλεφώνου και η περιήγηση κλήσεων κόστιζε ακόμα πολλά. Μα και να υπήρχε η τεχνολογία κανείς δε θα προτιμούσε να διαψεύσει τόσο γρήγορα τη χαρά. Έτσι, το πέρασμα του μεγαλύτερου όγκου των διαδηλωτών μπρος από τη κόκκινη γραμμή έγινε ανώδυνα, ευχάριστα, χαρούμενα. Κοιτάζαμε τους μπάτσους που τη φυλάγανε αφ’ υψηλού, σχεδόν απαξιούσαμε ούτε καν να φανταστούμε να συγκρουστούμε με εκείνους δεδομένου του θριάμβου. Και έτσι έγινε το πέρασμα με τα κεφάλια μας ακέραια και αναίμακτα. Τώρα πια δεν έμενε τίποτα περισσότερο από το να επιστρέφαμε στον καταυλισμό και να οργανώναμε τα επινίκια. Για λίγο με φανταζόμουν στα στενά της Γένοβα, να πίνω και να γλεντάω, αλλά η αποθαρρυντική εικόνα της αρμάδας των μπάτσων που περπατούσε δίπλα μου ευτυχώς με σταμάτησε από την επικίνδυνη φαντασίωση. Γιατί όπως έδειξε η μετέπειτα εμπειρία, το καίριο κτύπημα από τις δυνάμεις καταστολής γίνεται ακριβώς τη στιγμή του ηλιθίου ονειροκοπήματος, τη στιγμή που επιτρέπεις στον εαυτό σου να σκεφτεί ότι οι ένοπλοι και έννομοι υπερασπιστές της άρχουσας τάξης θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν τη φαντασίωση. Ήδη κάποιοι αφελείς ονειροπόλοι ξυλοκοπούνταν αγρίως στο τελευταίο κομμάτι της πορείας και αυτό έμελε να ήταν η αρχή ενός ολονύχτιου αγώνα ενάντια στον εφιάλτη. Και όμως η πορεία ήταν τόσο μεγάλη που η βία που εξαπλωνόταν σα ρεύμα στη σπονδυλική της στήλη δε μου είχε γίνει ακόμα αντιληπτή πέρα από τα διάσπαρτα αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και τις βανδαλισμένες σιδεριές με τις οποίες οι τράπεζες είχαν στολίσει τις βιτρίνες τους. Κατάκοπος απ’ τα χιλιόμετρα πεζοπορίας αλλά με τη γεύση της επιτυχίας στα χείλη επέστρεψα με τους υπόλοιπους στον καταυλισμό.

συνόδευσε τα παραπάνω με αυτό

το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος

στην επόμενη ανάρτηση:
πόσο μεγάλη ήταν η νύχτα που ακολούθησε;
είναι τελικά καλή ιδέα η μπύρα εν μέσω δακρυγόνων και δυνάμεων καταστολής;
επέζησα τελικά;

20.7.11

αναμνήσεις από τη διαδήλωση στη Γένοβα το 2001 (μέρος 2)



μάγκες πιάστε τα γιοφύρια

Η προσέγγιση του λιμανιού της Ανκόνα το επόμενο πρωί φανέρωσε τη κεντρική ιδέα του τριημέρου: μπάτσοι, αμέτρητοι μπάτσοι παντού. Οι διαδηλωτές είχαν πιάσει τις βιτρίνες του πλοίου και τις κουπαστές και κοιτούσαν με προβληματισμό και συγκρατημένη αναμονή. Κάποιοι έβριζαν. Σταμάτησα το μέτρημα των αστυνομικών λεωφορείων που περίμεναν στο λιμάνι στο 53 γιατί κατάλαβα πως το να συνεχίσω στα υπόλοιπα δε θα προσέφερε περισσότερα στις πρωταρχικές μου σκέψεις. Η επιβίβασή μας στο λεωφορείο ωστόσο έγινε χωρίς πρόβλημα, μαθαίνοντας εκ των υστέρων πως στην επόμενη καραβιά ελλήνων διαδηλωτών, του Συνασπισμού, απαγορεύτηκε η έξοδος από το πλοίο και η είσοδος στην Ιταλία. Η συνθήκη του Σένγκεν είχε αρχίσει να εφαρμόζεται εκείνη τη χρονιά και η μετακίνησή μας ως ευρωπαίοι πολίτες, άρα και των συνασπισμένων, όφειλε να ήταν ελεύθερη. Μα ό,τι συνέβη σε αυτούς δεν ήταν παρά η πιστή εφαρμογή της Σένγκεν η οποία προέβλεπε και κλείσιμο των συνόρων όταν «ταραξίες», στη προκειμένη περίπτωση πρόγονοι του τρισκατάρατου Σύριζα, υπήρχαν υποψίες ότι θα προκαλούσαν επεισόδια. Ήταν η πρώτη εξαπάτηση του πλήθους από αυτές που εγώ αντιλήφθη εκείνο το τριήμερο.


Η μετακίνησή μας από την Ανκόνα στη Γένοβα διήρκησε σχεδόν ολόκληρη τη μέρα. Προγραμματισμένο ήταν να βρισκόμαστε στο προορισμό μας εγκαίρως για τη πρώτη διαδήλωση, της Πέμπτης, προοίμιο της μεγάλης της επόμενης ημέρας. Ωστόσο οι συνοδοί μας είχαν διαφορετικά σχέδια και μεγαλύτερη εξουσία. Η ελληνική αποστολή συνοδευόταν από κλούβες και αυτοκίνητα των καραμπινιέρων σε ολόκληρο το ταξίδι στην Ιταλία. Αυτοί ήλεγχαν το ρυθμό και τη ταχύτητα του καραβανιού και ενδεχομένως αυτοί να καθόριζαν και τις στάσεις. Δεν μπορώ να γνωρίζω, ούτε και έμαθα ποτέ τους λόγους, αν πχ σκόπευαν να μη βρεθούμε εγκαίρως στη διαδήλωση εκείνη τη μέρα. Υπήρξαν μάλιστα κάποιες στάσεις οι οποίες διήρκησαν τόσο ώστε κάποιος να αρχίσει να σκέφτεται ότι γίνεται κράτησή μας και παρεμπόδιση μετακίνησης.
Το καλό κλίμα εντός του δικού μας λεωφορείου όμως διασκέδαζε τη πατροπαράδοτη ελληνική καχυποψία και το ταξίδι γινόταν ολοένα και πιο ευχάριστο με νυν και πρώην φοιτητές στη γείτονα χώρα να μας ξεναγούν στο πέρασμά μας από το Σαν Μαρίνο, με σχόλια αστεία και σοβαρά για την ιταλική βιομηχανία που συναντούσαμε κατά μήκος της Βία Αδριάτικα, και τους χαρούμενους συνειρμούς στο πέρασμα μπρος από εργοστάσια όπως της Πιάτζιο και της Νουτέλα. Σε έναν από τους σταθμούς τροφοδοσίας που σταματήσαμε για φαγητό, τουαλέτα και τσιγάρο, διαδόθηκε η φήμη πως αυτός ανήκει σε εταιρία του Μπερλουσκόνι. Η ανωνυμία του διαδικτύου μου επιτρέπει να εκμυστηρευτώ πια πως η παραπάνω πληροφορία έδωσε σε κάποιους συντρόφους το ηθικό δικαίωμα για ένα μίνι πλιάτσικο σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα πατατάκια. Η αποκάλυψη της πράξης αυτής εντός του λεωφορείου επέφερε την μυστική επιδοκιμασία όλων όταν διαπιστώσαμε ότι τα κλοπιμαία (ή καλύτερα τα απαλλοτροιωθέντα) είχανε γεύση ρίγανης. 

Εκείνη την εποχή διατηρούσα την ακατανόητη τώρα και σχεδόν εφηβική πεποίθηση ότι το κινητό τηλέφωνο ήταν δείγμα κομφορμισμού γι’ αυτό και αρνιόμουν πεισματικά να αποκτήσω ένα. Έτσι δεν έμαθα ποτέ την αγωνία της μάνας μου όταν εκείνη από την άνεση της τηλεόρασής της μάθαινε ότι εκεί που έστελνε το γιο της μόλις οι μπάτσοι είχαν δολοφονήσει ένα συνομήλικό του. Παραδόξως βέβαια ούτε και οι άλλοι συνδιαδηλωτές πληροφορήθηκαν εγκαίρως τα νέα γι’ αυτό η δολοφονία Τζουλιάνι μας ανακοινώθηκε με το τρόπο που τα δυσάρεστα γεγονότα ανακοινώνονται στο στρατό, στα σχολεία και τις κατασκηνώσεις. Σε μια από τις στάσεις τροφοδοσίας ο αρχηγός της αποστολής (που αυτή τη στιγμή δε θα θυμάμαι το παραμικρό από τα προσωπικά και πολιτικά του χαρακτηριστικά) μας συγκέντρωσε και μας είπε πως τα πράγματα εκεί που πηγαίνουμε έχουν σοβαρέψει σημαντικά και πως υπάρχει ήδη ένας νεκρός.
Δεν ξέρω αν οι λέξεις ειπώθηκαν τυχαία αλλά η αποφυγή του όρου δολοφονία είχε μια ανακουφιστική επίδραση πάνω μου παίζοντας προφανώς με ένα άγουρο ένστικτο αυτοσυντήρησης για το οποίο αναδρομικά ντρέπομαι δημόσια. Κανείς δε γνώριζε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον θάνατο και μόνο όταν ήρθαμε σε επαφή με κατασκηνωτές στο τελικό μας προορισμό μάθαμε αυτό που είχε στη πραγματικότητα συμβεί. Στο λεωφορείο η είδηση αυτή δε συζητήθηκε ανοικτά χάνοντας έτσι και τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλο για τα βαριά συναισθήματα που η ατμόσφαιρα πρόδιδε ότι μας διακατείχαν και να αποδείξουμε ότι ο όρος «σύντροφε» που αιωρούταν κάθε τέσσερις λέξεις εντός του λεωφορείου είχε όντως μια ουσιαστική συναισθηματική αξία. Μα από τον εκνευρισμό για τις συνεχείς διακοπές της πορείας μας από τους μπάτσους γινόταν κατανοητό ότι ο φόβος μπορούσε να μετατραπεί εύκολα στον αναγκαίο αντίποδά του της οργής.


Στη Γένοβα φτάσαμε βραδέως, αργά και καθυστερημένα, το βράδυ της Πέμπτης. Η πρώτη μέρα της προγραμματισμένης μας δράσης είχε χαθεί. Οδηγηθήκαμε κατευθείαν σε ένα τεράστιο πάρκινγκ στο λιμάνι όπου βρισκόταν ο κυρίως καταυλισμός των διαδηλωτών. Υπήρχε μια γενική αναστάτωση σε αυτό και ο λόγος δεν ήταν η συναυλία του Manu Chao που μόλις είχε τελειώσει στον ίδιο χώρο. Δεν είχε να κάνει με τη χαρούμενη μετασυναυλιακή ενέργεια που παίρνεις απ’ τον Μανού, ήταν κάτι λιγότερο από αυτό, πιο βαρύ, πιο σκοτεινό. Ή ίσως ήταν μόνο μια δική μου αντίληψη ή ένα προαίσθημα για αυτό που θα ζούσα στον ίδιο χώρο ακριβώς 24 ώρες αργότερα. Στη σκηνή που είχε στηθεί, ένας νεαρός άνδρας μιλούσε μόνος του σε ένα αόρατο πλήθος, ήταν ατημέλητος και ακατανόητος, φανερά αναστατωμένος και υποθέτω κυνηγημένος από τους δαίμονες της δικής του διαταραγμένης προσωπικής αντίληψης. Δεν τον ξαναείδα από τότε ποτέ .

εισαγωγή στις επόμενες (και ουσιαστικές) αναρτήσεις με αυτό
το πρώτο μέρος της ανάμνησης εδώ


στην επόμενη ανάρτηση:
τι ρόλο έπαιξε η γλυκιά φοιτήτρια της νοσηλευτικής;
ποιος πρόεδρος μεγάλης ΠΑΕ συμμετείχε στα γεγονότα;

19.7.11

αναμνήσεις από τη διαδήλωση στη Γένοβα το 2001 (μέρος 1)

Αναπολώντας ωραία και ξεχωριστά γεγονότα στα οποία πήρα μέρος και ακόμα ωραιότερα που δεν πήρα, αναλογιζόμενος πόσο γρήγορα φόρτωσα στη νεανική μου καλοσχηματισμένη πλάτη μια ολόκληρη δεκαετία και αναρωτώμενος αν ακόμα η μνήμη μου με υπηρετεί αξιοπρεπώς, θα προσπαθήσω σ’ αυτή και στις επόμενες αναρτήσεις να μετασχηματίσω τις μνήμες σε παραγράφους καταγράφοντας την εμπειρία μου από τη μεγάλη και αιματοβαμμένη διαδήλωση της Γένοβας το 2001 από την οποία στις 21+22 του Ιουλίου συμπληρώνονται δέκα ολόκληρα χρόνια. 


σαν βγεις στο πηγαιμό

Έχοντας εκείνο τον Ιούλιο ολοκληρώσει το 4ο έτος σπουδών και με τον ενθουσιασμό της συμμετοχής σε φοιτητικές κινητοποιήσεις, πολιτικές ζυμώσεις και διαμάχες είχα την επιθυμία να μετουσιώσω την επιθυμία μου για συμμετοχή σε κοινωνικά γεγονότα που θα ταίριαζαν στις σκέψεις μου για τον άνθρωπο και τη θέση του στον κόσμο που τότε αναπτύσσονταν ραγδαία. Με το κίνημα του Σιάτλ εν πλήρη εξελίξη, με τη φράση «ενάντια στη παγκοσμιοποίηση» να ξεστομίζεται από χείλη του καθενός -απ’ τον Νόαμ Τσόμσκυ ως τους παπαροκάδες- και με κάμποσους συμφοιτητές και γνωστούς μου να είχαν συμμετάσχει λίγους μήνες πιο πριν στη διαδήλωση στη Νίκαια ενάντια στον σχεδιαζόμενο (και απόλυτα επιτυχημένο) μετασχηματισμό της Ευρώπης σε Ένωση καπιταλιστών, δε θα μπορούσα να αρνηθώ τη πρόσκληση της συμμετοχής στην εκδρομή που οργάνωνε για το τριήμερο 19-22 Ιουλίου στη Γένοβα η αντίστοιχη «Πρωτοβουλία» ενάντια στη συνέλευση των G8. 


Πάντα κρατούσα αποστάσεις από τους κατά τ’ άλλα μαχητικούς ΣΕΚίτες αλλά οι ενδοιασμοί στη συμμετοχή μου στη οργάνωση-ομπρέλα «Πρωτοβουλία Γένοβα 2001» που δημιούργησαν κάμφθηκαν όταν στο ένα και μοναδικό πούλμαν που ξεκίνησε από τα Γιάννενα εκείνο το πρωί της Πέμπτης είχαν εξασφαλίσει θέση εκτός των ΣΕΚιτών και Συνασπισμένοι, Μ-Λδες, Λ-Μδες, ΝΑΡίτες, τροτσκιστές, ο μοναδικός εναπομείνας μαοϊκός των Ιωαννίνων, οικολόγοι-ακτιβιστές, αναρχικοί, ανένταχτοι, συνδικαλιστές καθώς και –αυτό θα προκαλούσε την έκπληξη όσων βρισκόταν σε εκείνο το πούλμαν- ένας ακόμα με ιδεολογικές απόψεις που εδράζονταν στη γνήσια λαϊκή δεξιά. Ο τελευταίος ήταν παιδικός μου φίλος που σε αντίθεση με άλλους δε δυσκολεύτηκα καθόλου να πείσω για τους σκοπούς του ταξιδιού. Καθοδόν για τη Πάτρα όπου θα συναντούσαμε τις υπόλοιπες αποστολές της Πρωτοβουλίας και θα παίρναμε το πλοίο για την Ανκόνα, ήταν αναμενόμενο πως οι συζητήσεις όλων με όλους θα ήταν παθιασμένες και εξολοκλήρου πολιτικές. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι λαχταρούσα να αφομοιώσω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό σε μια κουβέντα σχετικά με τον αν η αυτοκτονία του Αχράμοβιτς το 1930 έπαιξε κάποιο ρόλο στη πορεία της μπολσεβίκικης επανάστασης ή αν η μυστικοποίηση της διαλεκτικής του Χέγκελ και η εγελιανή μετατροπή της διαδικασίας της νόησης σε αυθυπόστατο υποκείμενο επηρέασε τον Ένγκελς στη συμβολή του στη μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τότε θεωρούσα ότι ο Χέγκελ και ο Έγκελς ήταν το ίδιο πρόσωπο με διαφορετική προφορά του ονόματός του γι’ αυτό και βρήκα τη κουβέντα χαοτική οπότε προτίμησα να αφοσιωθώ στις συζητήσεις των οικολόγων σχετικά με το πώς να πειστεί η μητέρα του ενός ότι δεν είναι σωστό να σκοτώνουμε τις αρκούδες της Πίνδου επειδή πεινασμένες της κλέβουν τα κυδώνια. Ο παιδικός μου φίλος της λαϊκής δεξιάς αναψοκοκκινισμένος από τη συμμετοχή του συζητούσε σαν να μην υπήρχε αύριο. 

Αξιομνημόνευτη ήταν η στάση για καφέ σε ένα εξωτικό θέρετρο-σκυλάδικο έξω απ’ το Αγρίνιο. Οι θαμώνες που έπιναν ράθυμα τον φραπέ κάτω από τους πλαστικούς φοίνικες και κάποιοι που έκαναν βουτιές στη πισίνα κοίταζαν αυτούς που ξεφόρτωσε από το πουθενά ένα πούλμαν να μεταφέρουν καδρόνια και να τα καρφώνουν σε λινάτσες με αντικαπιταλιστικά συνθήματα σαν να πρόκειται για εξωγήινους. Η επαφή των δύο κόσμων φαινόταν αδύνατη και έτσι παρέμεινε. Το μόνο που έδειχνε να τους ενώνει ήταν το ακατέργαστο πάθος για τον παγωμένο φραπέ. 


Στο πλοίο προς την Ιταλία οι διαδηλωτές της Πρωτοβουλίας απ’ όλη την Ελλάδα χωρίστηκαν και επανενώθηκαν στις μικρές τους πολιτικές συνομοταξίες. Πιο ξεχωριστή όλων ήταν αυτή των ΣΕΚιτών που απ’ ότι φαινόταν είχαν υιοθετήσει για τα καλά από τους βρετανούς ομοϊδεάτες τους του socialist worker party και το τρόπο να διασκεδάζεις: Και να σου τα μπόνγκος και να σου οι ρυθμοί και να σου οι χοροί! Βέβαια υπήρχαν και κάποιοι από αυτούς που με αγωνία πίεζαν τα νεαρότερα μέλη να πουλήσουν κανένα αντικαπιταλιστικό μπλουζάκι ή καμιά κονκάρδα της πρωτοβουλίας, αλλά δε βαριέσαι, καλή καρδιά. Οι υπόλοιπες ομάδες ήταν πιο ήσυχες αλλά και πάλι δε είμαι βέβαιος μιας και η βασικότερη ανάμνηση από το πήγαινε δεν ήταν ούτε η συνέλευση, ούτε οι συζητήσεις, ήταν ο καταψυγμένος μου λαιμός μετά τη φαεινή μου ιδέα να κοιμηθώ ακριβώς κάτω από το air condition του πλοίου.



Στην επόμενη ανάρτηση:
Πόσα λεωφορεία καραμπινιέρων μας περίμεναν στην Ανκόνα;
Τι πραγματικά συνέβη στη στάση για τουαλέτα καθ οδόν προς Γένοβα;

προαιρετική θέαση - ζέσταμα εδώ!

5.7.11

Λάσκαρη, όχι πρόζακ


το γύρο του διαδικτύου κάνει η βαθυστόχαστη δήλωση της Ελληνίδας ηθοποιού και έκπαγλου καλλονής: «Μόνο οι ψυχωτικοί αγαπούν την τηλεόραση». Με μια αυτιστική δυστοκία προσπαθώ να τη κατανοήσω ως φράση και με τη διαταραγμένη πραγματικότητα του ψυχωτικού θα προσπαθήσω να την αναλύσω. Καταλαβαίνω συνεπώς πως η Ζωή Λάσκαρη αναπαράγει με τη δήλωσή της το στερεότυπο της μειωμένης αντίληψης για όσους ανθρώπους έχουν περάσει τη ψύχωση ή που πάσχουν από σχιζοφρένεια. Μιλάει με τη βεβαιότητα που της εξασφαλίζει ο εμμένοντας μικροαστισμός της για την εξαιρετικά χαμηλή νοημοσύνη των ψυχωτικών που τη ταυτίζει με εκείνη των τηλεορασόπληκτων. Επιλέγει μια ευαίσθητη ομάδα ανθρώπων για να αποτινάξει πομπωδώς από πάνω της το μίασμα της τηλεοπληξίας. Στιγματίζει πρόσωπα που υποφέρουν περισσότερο από τις δηλώσεις παρά από τη ίδια τους την ασθένεια για να αποθεώσει το αυτονόητο.

Είναι δεδομένο ότι οι άνθρωποι με ψύχωση ανήκουν σε εκείνη τη ομάδα ατόμων με χρόνιες νόσους που έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να βρουν και να διατηρήσουν μια συγκεκριμένη εργασία, να κάνουν μια σταθερή και μακρόχρονη σχέση, να βρουν μια μακρόχρονη και αξιοπρεπή στέγη και να ενσωματωθούν στις καθημερινές κοινωνικές δραστηριότητες. Ωστόσο, τίποτα από τα παραπάνω δε αποτελεί καθεαυτό προϊόν της αρρώστειας αλλά όλα αποτελούν παρενέργειες της στιγματοποίησης και της κοινωνικής διάκρισης. Σαν τη στιγματοποίηση που με τόση ευκολία κάνει με τη πομπώδη της δηλώση η κ. Λάσκαρη. Σαν τη διάκριση και την απομόνωση που τόσο επιπόλαια επιτείνει με τις ανοησίες της η κ. Λάσκαρη. Η οποία προφανώς δε θα έλεγε ποτέ ότι «μόνο οι διαβητικοί αγαπούν την τηλεόραση» ή ακόμα πιο βαθυστόχαστα ότι «μόνο όσοι έχουν πρόπτωση μήτρας αγαπούν την τηλεόραση». 

Θα ήταν εξαίρετα χρήσιμο αν οι προβολείς της ματαιοδοξίας της άναβαν ξανά όχι για να φωτίσουν τα απομεινάρια της ξεχασμένης δόξας αλλά για να βγάλουν την ίδια και κανέναν άλλον ακόμα από το σκότος της άγνοιας και της προκατάληψης. Θα ήταν πολύ ωραίο τα παρηκμασμένα είδωλα του παρελθόντος να εξαργύρωναν τις εναπομείνασες σταλίδες επιρροής τους προς κάτι λιγότερο υποτιμητικό για το κοινωνικό σύνολο. Να ακολουθούσαν το παράδειγμα αντίστοιχων αλλοδαπών φωτεινών κενοτήτων τύπου Κάθριν Ζέτα Τζόουνς που εφόσον καταλαβαίνουν ότι δεν καλυτερεύουν το κόσμο με το υπερτιμημένο ταλέντο τους τουλάχιστο προσφέρουν σε ανθρώπους με ψύχωση ή διπολικότητα μια αίσθηση ανακούφισης ότι αξίζουν κάτι περισσότερο από το «μόνο να αγαπούν την τηλεόραση» όπως στομφωδώς ανακοίνωσε η ελληνίδα σταρ. Και αν ποτέ κατάφερναν να απαλλαγούν από τα χασμουρητά της κοινωνικής τους τάξης, άνθρωποι σαν τη Ζωή Λάσκαρη θα καταλάβαιναν ότι μια συνειδητή περιχαράκωση προσώπων που δε διαφέρουν κατά τ' άλλα σε τίποτα από τους ίδιους μετατρέπει αυτό που πίστευαν ως διαχρονική λάμψη σε φωταψία ενός ετοιμόρροπου προβολέα. 

3.7.11

μαμμά μαζί σου






ολόκληρο το βίντεο εδώ

"Μη με βαρέσεις" είναι η φράση που θα προτιμήσει το παιδί μπρος στο υψωμένο χέρι ενός γονέα που το κακοποιεί συστηματικά. Και που θα τη προφέρει παρασυρμένο από τη παθητική προστακτικότητα της παρήχησης "μ-μ-β-ρ" μέχρις ότου η αυτοεκπληρούμενη προφητεία αυτής της παθητικο-επιθετικότητας να ικανοποιηθεί. 
Η εντολοδόχα από τα αφεντικά της κυβέρνηση της Ελλάδας και προσωπικά η πολιτική μαριονέτα Παπανδρέου είναι ο γονέας που υψώνει το χέρι. Πριν χτυπήσει κάνει σαφές ότι το παν γι' αυτή είναι να σώσει το παιδί της. Και πως γνωρίζει τον τρόπο γι' αυτό που δε μπορεί παρά να είναι μόνο ένας, μονόδρομος. Το παιδί ασφυκτιά πνιγμένο στη αντίφαση της απειλής του υψωμένου χεριού και της διαβεβαίωσης της γονεϊκής προστασίας. Όταν θα σηκωθεί απ' το πάτωμα, δε θα αντεπιτεθεί στη παράλογη βία αλλά θα επινοήσει το γονεϊκό δίκιο και θα υποταχθεί σ' αυτό. 
Χρονίως εθισμένοι στο πατρονάρισμα και στην αποπομπή της ατομικής ευθύνης, αφημένοι στην ασφάλεια του να χρειάζεται να δείχνουμε πολιτικά ενήλικες μόνο κάθε τέσσερα χρόνια πίσω από τα παραβάν, αναπαυμένοι στη λύση της μικροδιαφθοράς μας με το βουλευτάκο, αναζητήσαμε απρόσμενα τη χειραφέτηση αλλά φαίνεται ότι ξεχάσαμε να τη συνδυάσουμε με την ενηλικίωση.  Γι' αυτό και πιστέψαμε πως η ιδεολογία φέρνει τη βία και συμφωνήσαμε να την αποπέμψουμε, γι΄αυτό και καταδικάσαμε τη βία απ' όπου και αν προέρχεται, γι΄αυτό και προς στιγμήν θεωρήσαμε πως ο παιδονόμος σύμμαχος αυτού του αντιφατικού γονέα, ο μπάτσος εν πλήρη εξάρτυση, θα μπορούσε να είναι ίσως και ένας από μας, να θέλει το δικό μας καλό. 
Διαψευστήκαμε αλλά αυτό μόνο στην ενηλικίωση μπορεί να μας ωθήσει. 
Η ιστορία που περιγράφει η αλληλουχία των παραπάνω εικόνων είναι τραγική. Είναι η ιστορία καθενός κατοίκου αυτής της χώρας που καλείται ξανά, μόνος, άοπλος, απροστάτευτος σαν παιδί να θυμηθεί να ενηλικιωθεί πριν ματωμένος εναποθέσει και πάλι τη μούρη του στο χώμα.  

οι πελάτες μας ψώνισαν και αυτό

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

διάβασε και αυτό

AddThis