22.7.11

αναμνήσεις από τη διαδήλωση στη Γένοβα το 2001 (μέρος 4)

Επιστρέφοντας ενθουσιασμένοι στον καταυλισμό, τρεις συνδιαδηλωτές και εγώ είχαμε την φαεινή ιδέα να τον εγκαταλείψουμε για να πιούμε κάπου μια μπύρα. Πήραμε λοιπόν ένα κεντρικό δρόμο και ανεβήκαμε σε ένα ύψωμα με πανοραμική θέα τη Γένοβα. Καλά ήταν αλλά όχι τη στιγμή που στην υπόλοιπη πόλη εξελισσόταν ένα πανδαιμόνιο βίας και αστυνομικής καταστολής. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε κάποιο μπαρ και τελικά αρκεστήκαμε σε μια καντίνα και μερικά τενεκεδάκια. Δίπλα μας τα ασθενοφόρα επιτάχυναν σαν σίφουνες και οι σειρήνες τους ήταν τόσο δυνατές όσο και οι σειρήνες των περιπολικών. Όσο μας επιτρεπόταν από το βόμβο των ελικοπτέρων μπορούσαμε να ακούσουμε κάποια φίνα ιταλικά τραγουδάκια από το περίφημο radio Monte Carlo που σαν σε σουρεαλιστικό πανηγύρι ακουγόταν από τα ξεχαρβαλωμένα ηχεία της καντίνας που σχεδόν παράλογα παρέμενε ανοιχτή. Ώσπου σε ένα ντικρεσέντο της μουσικής καταλάβαμε πως η όλη υπόθεση «μπύρα στη λεηλατημένη Γένοβα» ήταν μόνο ιταλική φαρσοκωμωδία και αποφασίσαμε την επιστροφή στον καταυλισμό. 


Στον καταυλισμό η ατμόσφαιρα δεν ήταν ίδια με την απογευματινή του υποτιθέμενου θριάμβου και ένα τενεκεδάκι μπύρας προφανώς δεν την έκανε καλύτερη. Στο κομμάτι της ελληνικής πλευράς που εγώ είχα στρατοπεδεύσει κυριαρχούσε με μια λέξη ο φόβος. Το σκοτάδι είχε ήδη κιόλας πέσει και ο φόβος μεγάλωνε. Το ελικόπτερο πετούσε ολοένα και πιο χαμηλά και ο ισχυρός προβολέας του στόχευε έναν-έναν καθέναν από μας. Η συνοχή των διαδηλωτών που ήταν τόσο έκδηλη ολόκληρη την ημέρα έδειχνε χαλαρωμένη και ο καθένας διέδιδε τη κάθε πληροφορία με τον δικό του υποκειμενικό τρόπο. Έτσι το εδικό βάρος σε οτιδήποτε λεγόταν γιγαντωνόταν και ο μοναδικός τρόπος να παραμείνεις ψύχραιμος ήταν να μην ακούς κανέναν. Το πλήθος και η κοινή γλώσσα εξασφάλισαν με επιτυχία το αδύνατο στη προηγούμενη πρόταση. Μία ήταν η βασική φημολογία που διαδιδόταν αστραπιαία στο πάρκινγκ-καταυλισμό μας ανεξαρτήτου γλώσσας: ότι επίκειται ανήλεη επίθεση μπάτσων, μαζικό ξυλοκόπημα και συλλήψεις μέσα στο δικό μας καταυλισμό. Και το σούσουρο και η αγωνία έκαναν τη φημολογία βεβαιότητα. Η συνεχής διάβαση περιπολικών και λεωφορείων των καραμπινιέρων στη λεωφόρο μπρος από το πάρκινγκ εξέτεινε τη φημολογία, ο κινητήρας του ελικοπτέρου από πάνω μας τη παραμόρφωνε και οι σειρήνες των ασθενοφόρων την εκτόξευαν στη τροχιά της διεστραμμένης φαντασίας. Τα χαρτιά υγείας των κατασκηνωτών λιγόστευαν επικίνδυνα και οι ουρές στις χημικές τουαλέτες μεγάλωναν αναλόγως του φόβου. Σε μια γωνιά του καταυλισμού όπου είχαν κατασκηνώσει οι αναρχικές ομάδες καλλιεργήθηκε η ιδέα του αντί να μπουν αυτοί να βγούμε εμείς. Της αντεπίθεσης ως η καλύτερη άμυνα. Η ιδέα φαινόταν αποθαρρυντική αναλογιζόμενος κανείς τον συσχετισμό δυνάμεων και από μένα εντελώς απορριπτέα. Κανείς δεν έδωσε σημασία στη γνώμη μου βέβαια που διατυπώθηκε όσο περίμενα υπομονετικά στην ουρά της τουαλέτας. Ευτυχώς και μερικοί ακόμα συμμεριζόταν την ίδια γνώμη και μόλις ξεμπέρδεψαν απ’ την ουρά τη διατυμπάνισαν επίμονα. Και όπως φαίνεται η λογικοφάνειά της αποδείχθηκε με περιεχόμενο. Γερμανοί αναρχικοί του ίδιου καταυλισμού που αποφάσισαν να βγουν δεν ξαναγύρισαν εκείνη τη νύχτα. 

Όπως συμβαίνει σε καταστάσεις κρίσης, το πλήθος σύντομα άρχισε να αναζητεί κάποιον με ηγετικές ικανότητες. Εγώ περιορίστηκα σε μια νεαρή γιατρό η οποία οργάνωνε στη πραγματικότητα το ψυχισμό μας (μιας και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να οργανώσει) με αποφασιστικότητα. Τα συναισθήματά μου για εκείνη είχαν γίνει σχεδόν μητρικής ανάγκης. Μα και αυτή περίμενε την ηγετική πρωτοβουλία από αλλού. Στον καταυλισμό υπήρχε και μια κυρία που ήταν πρώην Ευρωβουλευτής του Συνασπισμού. Μοιραία πολλοί στράφηκαν πάνω της για πρωτοβουλίες. Αναρωτιέμαι αν ήταν μια ακόμα παραμορφωμένη διάδοση αλλά ελέχθη (και αν διαβάζει έτσι for all time sake θα ήθελα να το επιβεβαίωνε) ότι η συγκεκριμένη μίλησε τηλεφωνικά με το προξενείο στο Μιλάνο και το προξενείο με τον έλληνα υπουργό εξωτερικών και από τον τελευταίο επήλθε η διαβεβαίωση ότι όσο η ελληνική αποστολή παρέμενε εντός του καταυλισμού δε διέτρεχε το παραμικρό κίνδυνο. Πολλοί κάγχασαν με το παραπάνω σχέδιο και αναδρομικά κοιτώντας το θα ήθελα πολύ να βρισκόμουν ανάμεσα σε αυτούς δεδομένου ότι ο τότε υπουργός εξωτερικών ήταν η αυτού μεγαλειότης Γεωργάκης Ανδρέα Παπανδρέου. Το αίσθημα της ασφάλειας στο μάξιμουμ δηλαδή. 

Έχοντας απολέσει και τη τελευταία ελπίδα περπάτησα προς τη πλευρά της θάλασσας. Μεγάλοι βράχοι σχημάτιζαν ένα κυματοθραύστη ο οποίος κάτω από το φως του προβολέα του ελικοπτέρου δάμαζε δυναμικά τα κύματα, ώστε υπό το καθεστώς του φόβου να μπορούσε να εμπνεύσει μια γερή διάρροια αν είχες καταναλώσει νωρίτερα κινέζικο. Καν αν ακόμα θα μπορούσε ένα ίχνος ομορφιάς να αναδειχθεί στο συγκεκριμένο τοπίο σε ένα τέτοιο αναβρασμό αδρεναλίνης, η διάδοση ότι ειδικές δυνάμεις μπάτσων θα ξεφυτρώνανε όπου να ΄ταν από τη θάλασσα συνέτεινε ανεπανάληπτα στην γενικευμένη ξενέρα. Μα έπρεπε να ασχοληθώ και με κάτι περισσότερο από αυτό. Ακριβώς απέναντι από το καταυλισμό, σε ένα λόφο, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Την ίδια στιγμή δεκάδες περιπολικά και ασθενοφόρα κινήθηκαν προς τα εκεί και πολύ σύντομα κραυγές και ουρλιαχτά ανθρώπων παρασύρθηκαν από τον άνεμο μέχρι τα μέρη μας. Ποτέ στη ζωή μου μέχρι τότε δε είχα αισθανθεί τόση ανακούφιση που δε βρισκόμουν σε ένα μέρος. Δεν ήξερα τι ήταν, δεν ήξερα τι γινόταν αλλά ό,τι ακουγόταν το έκανε αποκρουστικό. Την επόμενη μέρα έμαθα ότι ό,τι ακουγόταν μέχρι σε μας ήταν το αποτέλεσμα της ασύλληπτης βίας που είχε ασκηθεί όταν οι δυνάμεις καταστολείς είχαν μπουκάρει στο σχολείο που εδραζόταν η ομάδα των ανεξάρτητων δημοσιογράφων και του indymedia και είχαν προκαλέσει το διαβόητο μακελειό στο σχολείο Diaz. Και τότε ο παιδικός μου φίλος έβαλε τη δική του κραυγή που ήταν κατανοητή και παρατεταμένη: «Ε όχι», είπε, «ε όχι, δε γίνεται, δε γίνεται, έβγαλαν τα τανκς!». Γυρίσαμε οι γύρω του προς τη πύλη του πάρκινγκ περιμένοντας την εισβολή των τεθωρακισμένων. Είδαμε μερικές αστυνομικές ερπύστριες να περνούν απ’ έξω μαρσάροντας και τρομοκρατώντας. Δε μπούκαραν αλλά έκλεισαν για τα καλά με τον όγκο τους τη έξοδο και διέκοψαν κάθε σκέψη για αντεπίθεση. Ήμασταν περικυκλωμένοι και στο έλεος των δυνάμεων της καταστολής. 




 Ώσπου τότε πήρα τη μεγάλη απόφαση: δώρισα γενναιόδωρα το τελευταίο χαρτί υγείας στους συντρόφους μου, τους αποχαιρέτισα έναν-έναν δια χειραψίας και χαμόγελου, ξεδίπλωσα το σλίπινγκ μπαγκ, το έστρωσα στο τσιμέντο, χώθηκα μέσα σ’ αυτό και σήκωσα το φερμουάρ μέχρι πάνω. Από κει χαμηλά ο προβολέας του ελικοπτέρου φαινόταν εξαίρετο θέαμα. Οι φωνές του κόσμου απαλό τραγουδάκι. Οι σειρήνες των μπάτσων παιδικά ξεφωνητά και των ασθενοφόρων χαρούμενα κλάματα. Οι ανησυχίες του παιδικού μου φίλου έρχονταν πια από μακριά, από την άλλη άκρη του τούνελ. Έκλεισα τα μάτια και αποφάσισα ότι αν σκάσουν οι ειδικές δυνάμεις από τη πύλη του πάρκινγκ, αν ξεβραστούν οι βατραχάνθρωποι απ’ τον κυματοθραύστη, αν ξεπεταχτούν οι αλεξιπτωτιστές από τα ελικόπτερα, εμένα θα με πιάσουν στον ύπνο, σε ένα ύπνο από εκείνους που κάνεις όταν το φόβο τον έχει ολόκληρο μέσα σου και τον πέπτεις, όταν τα μικρά του κομμάτια που είχαν παραλύσει κάθε σου κύτταρο ολοκλήρωναν τη δράση τους και έμεναν πια ανενεργά, αδιάφορα ανενεργά, σχεδόν αστεία. 


Τα ξανάνοιξα όχι από το προβολέα αλλά από τις ακτίνες του ήλιου. Είχε ξημερώσει. Και το ξημέρωμα εκείνο ήταν μοναδικό. Η αίσθηση του μέλει μόνο να περιγραφτεί από ένα συγγραφέα μα και αυτός πώς θα μπορούσε να εισδύσει στα συναισθήματά μου; Σηκώθηκα, τινάχτηκα από τη σκόνη που σήκωνε το ελικόπτερο που δεν έπαψε στιγμή να πετά από πάνω μας και δίπλωσα το sleeping bag. Από δίπλα μου πέρασε ένας τύπος που μοίραζε μια έκδοση της “L'Unità” της παραδοσιακής εφημερίδας της ιταλικής αριστεράς αφιερωμένη στα γεγονότα της Γένοβας και στη δολοφονία Τζουλιάνι. Πήρα μία. Τη ξεφύλλισα και σκέφτηκα ότι θα ήθελα εκείνη τη στιγμή έναν εσπρέσο και ένα κρουασάν. Κίνησα προς τα λεωφορεία που είχαν ήδη παραταχτεί προς αναχώρηση. Μπήκα σε ένα, κάθισα σε θέση και περίμενα. 


Στο πλοίο του γυρισμού υπήρχε ένας ακατανόητος διάχυτος ενθουσιασμός και μια νικηφόρα αίσθηση. Δε τη συμμεριζόμουν καθόλου. Ήμουν άλλωστε απασχολημένος με το να αποδομώ ακόμα το φόβο, να νιώσω τα τελευταία του απομεινάρια και επιβεβαιώσω τη νέα ουδό του μέσα μου. Η Πρωτοβουλία είχε καταλάβει το κεντρικό σαλόνι και σε ανοιχτή συνέλευση πανηγύριζε. Οι αναρχικοί, ενοχλημένοι από την έλλειψη αλληλεγγύης από πλευράς μας στους μαύρους και ξυλοκοπημένους συντρόφους τους, διέκοπταν επίμονα τους πανηγυρισμούς και επενθύμιζαν αυτό που θεωρούσαν στοιχειώδες καθήκον. Ένιωσα ισχυρή συμπάθεια αλλά δε κατάφερα να πάρω το μέρος τους όταν συζητήθηκε έντονα και με πάθος το θέμα της αντεπίθεσης της προηγούμενης νύχτας που δεν έγινε ποτέ. Ένας της πρωτοβουλίας προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα απευθύνεται σε ένα από τους αναρχικούς χρησιμοποιώντας τη προσφιλή προσφώνηση «σύντροφε». Ο αναρχικός, με ένα αποφασιστικό ύφος το διακόπτει θυμίζοντάς του ότι ποτέ δε φάγανε μαζί και δε δικαιούται να τον αποκαλεί έτσι. Ήταν μια αστεία απάντηση που προκάλεσε τη θυμηδία και ελάφρυνε το κλίμα αλλά και που άλλαξε μέσα μου κάτι για πάντα. Θα καταλάβαινα αρκετά χρόνια μετά την επίδραση αυτής της χιουμοριστικής ατάκας. 

Λίγο πριν την είσοδο στα ελληνικά χωρικά ύδατα, οι σύντροφοι, το ίδιο πανηγυρικά και το ίδιο παθιασμένα δε είχαν αφήσει άρωμα για άρωμα στα duty free του καραβιού. Εντός των εγχώριων υδάτων και λίγο πριν την Ηγουμενίτσα το πλοίο σταμάτησε. Μας ενημέρωσαν πως οι ναυτεργάτες στο λιμάνι έκαναν 3ωρη στάση εργασίας και δε θα μπορούσαμε να δέσουμε. Νέο κύμα πανηγυρισμών εξαπλώθηκε στους συντρόφους. Η διαδήλωση στη Γένοβα έκλεισε με μια ακόμα νίκη του εργατικού κινήματος. 

Τέλος των αναμνήσεων. 


Το πρώτο μέρος αυτών, το δεύτερο και το τρίτο 

1 σχόλιο:

έχεις κάτι να προσθέσεις;

οι πελάτες μας ψώνισαν και αυτό

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

διάβασε και αυτό

AddThis