Όπως τον δεκέμβρη (ένας είναι ο δεκεμβρης) έτσι και τον μάη (που φαίνεται πως αποκτά και αυτός ο μήνας τη ελληνική μοναδικότητα του) τα συναισθήματα εμμένουν στην αντιφατικότητα τους. Ο ενθουσιασμός από τη πρωτοφανή κινητικότητα, η έκπληξη για την επιμονή της, η ικανοποίηση που όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα της αυτόνομης δράσης, της αυτοοργάνωσης, της συνέλευσης, και μια ματαιόδοξα καλοδεχούμενη απογοήτευση που ξανά σε ένα ονοματισμένο από την ιστορία μήνα δεν βρίσκομαι εκεί. Και από την άλλη απογοήτευση γιατί οι προσωπικές μου ελπίδες για τη πορεία αυτής της απρόσμενης κίνησης διαψεύδονται, θυμός καθώς ακούω τις χυδαίες φωνές τυχάρπαστων ή εγκάθετων παρουσιαστών και γραφιάδων να αλλοιώνουν ακόμα περισσότερο την ουσία της λαϊκής κινητοποίησης διαστρεβλώνοντας ταυτόχρονα και το περιεχόμενο ζωτικών για τη κοινωνία εννοιών, λύπη γιατί η οργή δεν απέκτησε στην πράξη τρόπο. Και προσπαθώ, από αυτή την άμοιρη απόσταση μου, να συναισθανθώ το συλλογικό αίσθημα και τότε αναρωτιέμαι: Αυτό το πάθος, αυτή η επιμονή, μην είναι η συγκεκαλυμμένη ενοχή που επιτέλους εκδηλώνεται; μια όμορφα αρνηθείσα παραδοχή ότι έχουμε υπάρξει κομμάτι της σαπίλας; και που τώρα αναζητά απεγνωσμένα την κολυμβήθρα της; Αλλά, να, μα τον Πάσχο Μανδραβελλη, ποιος στ' αλήθεια νοιάζεται; Συγχωροχάρτια πια δε μοιράζει κανένας σ' αυτό το τόπο και η παραγραφή των κριμάτων χρειαζεται ακόμα τη βουλευτική της υπογραφή.